-
1 Abbreviations
adj = adjectiveadv = adverb/adverbialpast-p = past participleverb = verb (infinitive)pres-p = present participleprep = preposition/adpos.conj = conjunctionpron = pronounprefix = prefixsuffix = suffixnoun = nounm = der - männlich (Maskulinum)f = die - weiblich (Femininum)n = das - sächlich (Neutrum)pl = die - Mehrzahl (Plural)österr. = österreichischsüdd. = süddeutschnordd. = norddeutschostd. = ostdeutschschweiz. = schweizerischregional = regional gebräuchlich (landschaftlich)alt = alte Schreibweise (vor 2004)ugs. = umgangssprachlichfig. = figurativ (in bildlichem, übertragenem Sinn)hum. = humoristischpej. = pejorativ (abwertend)vulg. = vulgärveraltend = veraltendveraltet = veraltetgeh. = gehobenRsv. = Rechtschreibvariante (weniger gebräuchlich)indekl. = indeklinabeljd. = jemandjdn. = jemandenjdm. = jemandemjds. = jemandesetw. = etwasjd./etw. = jemand/etwasjdn./etw. = jemanden/etwasjdm./etw. = jemandem/etwasGen. = GenitivDat. = DativAkk. = Akkusativ+Gen. = wird mit Genitiv gebraucht+Dat. = wird mit Dativ gebraucht+Akk. = wird mit Akkusativ gebrauchtο = αρσενικόη = θηλυκότο = ουδέτεροοι = αρσενικό ή θηλυκό στον πληθυντικότα = ουδέτερο στον πληθυντικόαπαρχ. = απαρχαιωμένοςεπίσ. = επίσημοςευφ. = ευφημιστικόςκαθ. = καθαρεύουσακυπρ. = Κυπριακάκοιν. = κοινώςμεταφ. = μεταφορικάνεολ. = νεολογισμόςπαρωχ. = παρωχημένοςσυναισθ. = συναισθηματικά φορτισμένη λέξηυποτ. = υποτιμητικάχυδ. = χυδαϊσμόςοικ. = οικείοςάκλ. = άκλιτοςαυτοπ. = αυτοπαθής
См. также в других словарях:
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek