-
1 Καδμεια
ἥ Кадмия или Кадмея1) кремль Фив Беотийских, построенный, по преданию, Кадмом Xen. etc.2) сестра Неоптолема II Эпирского Plut. -
2 Θηβαι
- ῶν αἱ, поэт. тж. Θήβη, дор. Θήβα ἥ Фивы1) столица Верхнего Египта, впоследствии Διόσπολις μεγάλη; у Hom. ἑκατόμπυλοι «стовратные»; см. также Θηβαΐς См. Θηβαις II Hom., Her. etc.2) главный город Беотии, у Hom. ἑπτάπυλος (Θήβη) «семивратные», ἐϋστέφανος «хорошо огражденные», εὐρύχορος и καλλίχοροι «широко раскинувшиеся»; по преданию основаны Кадмом - см. Καδμεία См. Καδμεια, и укреплены Амфионом и Зетом; разрушены Александром Македонским в 335 г. до н.э. Hom., Hes. etc.3) , город во Фтиотиде, Фессалия, близ сев. побережья Пагасейского залива; в 217 г. до н.э. разорен Филиппом Македонским, заселен македонцами и переименован в Φιλίππου πόλις или Φιλιππόπολις Polyb. -
3 θεσμοφοριαζω
справлять праздник тесмофории(ἐν τῇ Καδμείᾳ Xen.)
Θεσμοφοριάζουσαι — женщины, справляющие праздник тесмофории ( название комедии Аристофана) -
4 Καδμειος
дор. Καδμέϊος, ион. Καδμήϊος 3кадмов, кадмейский, т.е. фиванскийΚαδμεία νίκη погов. Plat. — кадмейская победа (гибельная для обеих сторон, как в битве Σπαρτοί или Этеокла с Полиником)
-
5 καδμείος
εία, ον кадмейский, относящийся к Кадму;§ η καδμεία (νίκη) — кадмейская победа (гибельная для обеих сторон)
-
6 νίκη
η победа;κερδίζω ( — или κατάγω) (τη) νίκη — одерживать победу;
γιορτάζω τη νίκη — праздновать победу;
§ Πύρρεια ( — или Καδμεία) νίκη — пиррова победа
См. также в других словарях:
Καδμεία — Καδμεΐᾱ , Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc/acc dual Καδμεΐᾱ , Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Καδμεί̱ᾱ , Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc/acc dual Καδμεί̱ᾱ , Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμείᾳ — Καδμεΐᾱͅ , Καδμεῖος the Cadmeans fem dat sg (attic doric aeolic) Καδμεί̱ᾱͅ , Καδμεῖος the Cadmeans fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεία — Αρχαία ονομασία της Θήβας, από τον μυθολογικό ιδρυτή της Κάδμο. Κ. ονομαζόταν κυρίως η ακρόπολη καθώς και το ανάκτορο του Κάδμου. Κ. νίκη. Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται όταν ο νικητής υποστεί ήττα με πολλές απώλειες. Ειπώθηκε για τη νίκη του… … Dictionary of Greek
Καδμεῖα — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεία νίκη. — См. Победа Пирра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καδμείας — Καδμεΐᾱς , Καδμεῖος the Cadmeans fem acc pl Καδμεΐᾱς , Καδμεῖος the Cadmeans fem gen sg (attic doric aeolic) Καδμεί̱ᾱς , Καδμεῖος the Cadmeans fem acc pl Καδμεί̱ᾱς , Καδμεῖος the Cadmeans fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμείαι — Καδμεΐᾱͅ , Καδμεῖος the Cadmeans fem dat sg (attic doric aeolic) Καδμεί̱ᾱͅ , Καδμεῖος the Cadmeans fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμείαν — Καδμεΐᾱν , Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (attic doric aeolic) Καδμεί̱ᾱν , Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia