-
1 καββαλικός
καβ-βαλικός, ή, όν, lakonisch für καταβαλικός, der Niederwerfer, ein guter Ringer, der seine Gegner niederzuwerfen weiß; ἡ καββαλική, die Ringerkunst
См. также в других словарях:
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
καββαλικώτερον — καββαλικός good at throwing adverbial comp καββαλικός good at throwing masc acc comp sg καββαλικός good at throwing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καββαλικήν — καββαλικός good at throwing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καββαλικώτερος — καββαλικός good at throwing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάβαξ — κάβαξ, ὁ (Α) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καββαλικός, πιθ. με μακρό ᾱ (κάβᾱξ), πρβλ. φένᾱξ] … Dictionary of Greek