Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καί+τού

  • 1 зазор

    тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμα
    - в вершине разделки (св.) - στην αιχμή της διαμόρφωσης
    воздушный эл. - του αέρα
    - в соединении (св.) - στην ένωση
    кольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -
    контактный эл. - της επαφής
    - между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου
    - между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματος
    сборочный (св.) - της συναρμολόγησης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор

  • 2 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 3 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 4 обоего

    обоему, обоим, об обоем (ονομ. κ. αιτ. δεν έχει) παλ. και των δυό, και του ενός και του άλλου•

    лица обоего пола πρόσωπα και των δυό φύλων (άντρες και γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > обоего

  • 5 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 6 мы

    (нас, нам, нас, нами, о нас) προσωπική αντωνυμία.
    1. πλθ. (ενκ. я) εμείς•

    мы победим εμείς θα νικήσομε.

    || σημαίνει, ομάδα ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος•

    нас было трое εμείς ήμασταν τρεις•

    мы с тобой εμείς οι δυο, εγώ και σΰ.

    2. χρησιμοποιείτε αντί του «Я» (ενκ.)• как мы уже говорили выше όπως ήδη εμείς είπαμε παραπάνω (αντί: εγώ είπα)•

    мы себя покажем θα δείζομε ποιοι είμαστε (αντί: θα δείξω).

    || εξ ονόματος του μονάρχη: εμείς (αντί του εγώ). || χρησιμοποιείται αντί: «ты», «вы»; как мы себя чувствуем? πως αισθανόμαστε; (αντί: πως αισθάνεστε;).

    Большой русско-греческий словарь > мы

  • 7 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 8 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 9 старый

    επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.
    1. γέρος, γηραλέος•

    старый человек γέρος άνθρωπος.

    2. βλ. стариковский.
    3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.
    4. παλιός, αρχαίος•

    старый университет παλιό πανεπιστήμιο•

    старый долг παλιό χρέος•

    -ая привычка παλιά συνήθεια•

    старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.

    || έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.
    5. φθαρμένος• άχρηστος•

    -ое платье παλιό φόρεμα•

    -ые книги παλιά βιβλία•

    старый дом παλιόσπιτο.

    || προηγούμενος, προγενέστερος•

    старый адрес παλιά διεύθυνση•

    старый картофель παλιά πατάτα•

    -ые годы τα παλιά χρόνια•

    -ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.

    6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•

    забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•

    борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.

    εκφρ.
    - ая вераβλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•
    старый стиль – παλιό ημερολόγιο•
    старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•
    человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης.

    Большой русско-греческий словарь > старый

  • 10 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 11 заявление

    1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/η
    бланк - я δελτίο/έντυπο - ης
    2. (объявление) η δήλωση
    - морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)
    по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς
    3. см. заявка.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление

  • 12 протест

    η διαμαρτυρία, η ένσταση
    капитанский - η έκθεση του πλοιάρχου για τη βλάβη (του πλοίου ή του φορτίου)
    судовой - см. морской -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протест

  • 13 молочный

    επ.
    1. γαλακτοφόρος•

    молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.

    || γαλακτερός, πολυγάλακτος.
    2. γαλακτοπαραγωγικός•

    -ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.

    || του γάλατος•

    молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.

    3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•

    молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•

    молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.

    4. από γάλα•

    -ые продукты τα γαλακτερά.

    5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•

    молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.

    6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
    7. το γαλακτερό.
    εκφρ.
    молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•
    - ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•
    - ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•
    - ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•
    - ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•
    - ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > молочный

  • 14 инициалы

    -ов πλθ.
    τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου ή και του πατρώνυμου μαζί. || τα αρχικά μεγάλα και διακοσμημένα γράμματα βιβλίου, κεφαλαίου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > инициалы

  • 15 нихром

    το νιχρώμιο, το κράμα του χρωμίου και του νικελίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нихром

  • 16 нормировщик

    ο εκτιμητής (του χρόνου και του κόστους).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормировщик

  • 17 притвор

    (двери, окна) о αρμός (μεταξύ της πόρτας/του παραθύρου και του πλαισίου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притвор

  • 18 сцепление

    1. (состояние или процесс) η σύμπλεξη, η σύνδεση 2. (муфта сцепления) (авто) о συμπλέκτης, разг. το αμπρα-γιάζ (ξεν.)
    ножное - ο ποδομοχλός σύμπλε-ξης, το ποδόφρενο
    3. (бетона с арматурой) η συνάφεια/η πρόσφυση (μεταξύ του οπλισμού και του σκυροδέματος).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сцепление

  • 19 висельник

    ви́сел||ьник
    м (достойный виселицы) ἀνθρωπος τοῦ σχοινιοῦ καί τοῦ παλουκιοϋ.

    Русско-новогреческий словарь > висельник

  • 20 kick about/around

    (to treat badly or bully: The bigger boys are always kicking him around.) έχω (κάποιον) του κλώτσου και του μπάτσου

    English-Greek dictionary > kick about/around

См. также в других словарях:

  • Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν. — ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν. См. Не спеши карать, спеши выслушать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φροντενάκ, Λουί ντε Μπουάντ κόμης του Παλουό και του- — (Frontenac, Σεν Ζερμέν αν Λε 1620 – Κεμπέκ 1698). Γαλλοκαναδός πολιτικός και στρατιωτικός. Πήρε μέρος στην τελευταία μάχη του Τριακονταετή πολέμου και το 1669 ήταν ο αρχηγός της γαλλικής αποστολής στην Κρήτη. Διορίστηκε διοικητής της Νέας Γαλλίας …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»