-
1 (και) συγκεκριμένα
именоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (και) συγκεκριμένα
-
2 και μόνον
единcтвеноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > και μόνον
-
3 και πάλιν
повторноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > και πάλιν
-
4 και σήμερα
cе уштеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > και σήμερα
-
5 και ούτω καθεξής
и така натамуГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > και ούτω καθεξής
-
6 ακόμη και ..
уште..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη και ..
-
7 ακόμη και ...
дури и за...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη και ...
-
8 ακόμη καί..
дури...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη καί..
-
9 ακόμη καί
дуриГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη καί
-
10 ακόμη και ..
дури и..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη και ..
-
11 ακόμη καί..
дуриГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη καί..
-
12 αλλά και..
туку и..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αλλά και..
-
13 άν και
иакоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άν και
-
14 αναγκαστικά (σώνει και καλά !)
неижбезноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αναγκαστικά (σώνει και καλά !)
-
15 εδώ και ...., ήδη απο ..
веќе..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εδώ και ...., ήδη απο ..
-
16 κλαυθμός και βρυγμός
плач и чкртањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κλαυθμός και βρυγμός
-
17 μέχρι και ...
дури и за...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέχρι και ...
-
18 ολοένα και περισσότερο
cе повеќеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ολοένα και περισσότερο
-
19 όπως ... έτσι και..
како.... така и...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όπως ... έτσι και..
-
20 όπως και νάχει το πράγμα
како и да еГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όπως και νάχει το πράγμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek