-
1 κιω
(ῐ) (только praes., impf. ἔκιον - эп. κίον, imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. κιών, opt. κίοιμι) идтиἄψορροι κίομεν Hom. — мы ушли обратно;
αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. — вернись, бедный, домой -
2 παλιν
Iпоэт. тж. πάλῐ (ᾰ) adv. ( иногда плеонастически π. αὖθις, αὖτε π., ἂψ π., π. ὀπίσσω, ἄψορρον π. и пр.)1) назад, в обратную сторону, обратно, вспять(χωρέειν Her.; ἔρχεσθαι Aesch.)
π. δοῦναι Hom. — отдать обратно, вернуть;π. ἀγκαλέσαι Aesch. — призвать назад;ἥ π. ὁδός Eur. — обратный путь, возвращение;χρόνου τὸ π. Eur. — попятное движение времени, т.е. превратности судьбы2) снова, вновь, опять(π. ἐξ ἀρχῆς Arph.)
τὸ σὸν φράσον αὖθις π. μοι πρᾶγμα Soph. — расскажи мне свою историю сначала3) со своей стороны, в свою очередьπ. ὅ Κῦρος ἠρώτα Xen. — Кир, в свою очередь, спросил
4) против, наоборот, наперекорπ. ἐρεῖν Hom. — говорить против, противоречить;
μῦθον π. λάζεσθαι Hom. — переменить (тон) речи, заговорить по-иному;νῦν δ΄ αὖ π. φαμέν … Plat. — теперь же мы, напротив, утверждаем …IIπ. τράπεθ΄ υἷος ἑοῖο Hom. — (Фетида) отвернулась от сына;
π. κίε θυγατέρος ἧς Hom. — (Лето) пошла обратно от своей дочери
См. также в других словарях:
Κίε — Κίος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίε — κίω go pres imperat act 2nd sg κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κί' — κίε , κίω go pres imperat act 2nd sg κίε , κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κί' — Κίε , Κίος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίεν — κίε̄ν , κίω go pres inf act (epic doric) κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίες — κίε̄ς , κίω go pres ind act 2nd sg (doric) κίω go imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Именительный падеж — представляет понятие, выраженное данным именем, как центр действия, означаемого глаголом. Таким образом самое частое употребление И. падежа в роли подлежащего. Реже И. падеж в предикативном употреблении (как сказуемое), а также и в качестве… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
χωλεύω — ΜΑ [χωλός] μτφ. είμαι ατελής, έχω βασικές ελλείψεις, είμαι ελαττωματικός («πρὸς τὴν πίστιν χωλεύειν», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. χωλαίνω, καθιστώ κάποιον χωλό («αἱ ἀμαζόνες καὶ ἐχώλευον τὰ ἄρρενα τῶν παρ αὐταῑς γεννωμένων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… … Dictionary of Greek
Ισημερινή Γουινέα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισημερινής Γουινέας Έκταση: 28.051 τ. χλμ. Πληθυσμός: 476.200 (2003) Πρωτεύουσα: Μαλάμπο (92.900 κάτ. το 2003)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με το Καμερούν και στα Α και Ν με την Γκαμπόν, ενώ βρέχεται … Dictionary of Greek