-
1 κηδεμών
κηδεμών, όνος, ὁ, der Besorger, Pfleger; Il. 23, 163. 674 diejenigen, welche das Leichenbegängniß, die Bestattung besorgen; τᾶς δὲ φυγᾶς εἴ τις ἔστι κηδεμών Aesch. Suppl. 72; τοῦδε γὰρ σὺ κηδ. Soph. Ant. 545; Phil. 195; τυράννων Eus. Med. 991; τῆς πόλεως Plat. Rep. III, 412 c; vgl. Legg. VII, 808 b; Folgde; καὶ φιλόπολις Din. 1, 31; auch von Schutzgöttern, Xen. Cyr. 3, 3, 21. – Verwandter (durch Verschwägerung), Eur. Med. 991, Ar. Vesp. 731.
См. также в других словарях:
κάπνειος — και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α) (ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ειος / εος (πρβλ. κήδ ειος / κήδ εος, τέλ ειος / τέλ εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.] … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… … Dictionary of Greek
κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek