-
1 κερκος
ἥ1) хвост ( в отличие от οὐρά, преимущ. у млекопитающих)(ἵππου Plat.; λαγώ Arph.)
κέρκῳ σαίνειν Arph. — вилять хвостом2) membrum virile Arph.3) рукоятка, ручка(εὐλαβής Luc.)
-
2 ακερκος
-
3 δασυκερκος
-
4 εδρα
эп.-ион. ἕδρη ἥ1) седалище, сиденье, кресло, стул или скамья(ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.)
2) почетное место3) престол(ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.)
4) ( у лошади) седловина(τοῦ ἵππου Xen.)
5) место, область(τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
; в описанияхΠαρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός6) местопребывание, жилище, обитель(Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕ. Eur.)
ἕδραι σκότιοι Eur. — царство теней7) святилище, алтарь(ἕδραι θεῶν Aesch.)
8) пристанище, убежищеναύλοχοι ἕδραι Soph. — стоянка кораблей, пристань
9) русло10) оправа, обод(ἴτυος Eur.)
11) основание, низ(ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.)
12) задняя часть тела(κατὰ τέν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἥ κέρκος ἐστὴ φυλακέ τῆς ἕδρας Arst.)
13) собрание, совещание, совет(ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὴ ἕ. Hom.)
εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. — тотчас же после собрания14) сидение без дела, бездействиеπεριημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. — он тяготился бездействием;
οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. — не время медлить;οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. — нельзя сидеть сложа руки -
5 μακροκερκος
-
6 πλατυκερκος
-
7 συνελισσω
атт. συνελίττω, ион. συνειλίσσω1) свивать, скручиватьσυνελίσσεσθαί τινι Soph. — запутаться в чем-л.;
ἥ κέρκος συνελιττομένη Arst. — завитой хвост2) свиваться, извиваться(σπείραις Eur.)
См. также в других словарях:
κέρκος — tail fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κέρκω — κέρκος tail fem nom/voc/acc dual κέρκος tail fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκοι — κέρκος tail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκοις — κέρκος tail fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκον — κέρκος tail fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκου — κέρκος tail fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκους — κέρκος tail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκων — κέρκος tail fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκῳ — κέρκος tail fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek