-
1 Κερβερος
ὁ Кербер (сын Тифаона и Эхидны, трехглавый - по друг., пятидесятиглавый - и змеехвостый пес, страж подземного царства) Hes., Xen. etc. -
2 κέρβερος
ο1) цербер; строгий, неусыпный страж; 2) (К.) миф Цербер -
3 Κέρβερος
-
4 θηρ
θηρός ὅ (в прозе преимущ. θηρίον)(эп. dat. pl. тж. θήρεσσι)
1) хищный зверьὁ Νέμειος θ. Eur. — Немейский зверь (лев);
Ἐρυμάνθιος θ. Soph. — Эримантский зверь (вепрь)2) (тж. ἐπὴ χέρσου θήρ Hom.) наземное животное3) животное ( вообще)(οὐ θεῶν τις, οὐδ΄ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ Aesch.)
4) чудовище(ὅ θ. Κένταυρος Soph.)
5) перен. человекθῆρες ξιφήρεις Eur. — вооруженные мечами люди (т.е. Ὀρέστης καὴ Πυλάδης)
-
5 κυων
κῠνός ὅ и ἥ (dat. κυνί, acc. κύνα, voc. κύον; dat. pl. κυσί - эп. κύνεσσι)1) собака(κύνες θηρευταί или θηρευτῆρες Hom. и θηρευτικαί Plat., Arph.; κύνες βοτῆρες Soph. и κύνες ἐπίκουροι ποιμνίων Plat.)
κ. Ἀΐδαο Hom. или ὅ κ. Xen. = Κέρβερος ; νέ или μὰ τὸν κύνα! Plat., Arph. — клянусь собакой!, т.е. честное слово! (обычная клятва Сократа - невидимому, чтобы, не поминать имен богов);ἥ κ. κατακειμένη ἐν τῇ φάτνῃ погов. Luc. — собака, лежащая в яслях, т.е. собака на сене;τί κυνὴ καὴ βαλανείῳ ; погов. Luc. — что общего между собакой и баней?2) бран. собака, пес, чаще сука Hom.3) философ кинической школы, киник Arst., Plut.4) чудовищеΔιὸς πτηνὸς κ. Aesch., Soph. = αἰετός;
ἥ ῥαψῳδὸς κ. Soph. = Σφίγξ;Ζηνὸς κύνες Aesch. = Ἅρπυιαι;κύνες Κωκυτοῦ Arph. = Ἐρινύες;Λέρνας κ. Eur. = Ὕδρα;5) время восхода созвездия Большого Пса, каникулыἐπὴ κυνί и ὑπὸ κύνα Arst. etc. — во время каникул
6) тюлень(δελφῖνές τε κύνες τε Hom., Polyb.)
-
6 μυριοκρανος
-
7 τερας
1) знамение, чудесная примета, предвестник(ἢ πολέμοιο ἢ καὴ χειμῶνος Hom.; τέρατα καὴ σημεῖα NT.; σεισμὸς ἐν τῇ Σκυθικῇ τ. νενόμισται Her.)
2) чудовищеἍιδου ἀπρόσμαχον τ. Soph. = Κέρβερος;
οὔρειον τ. Eur. = Σφῖγξ3) диковина, диво, тж. небылица, нелепость(τ. λέγειν Plat.)
-
8 τρικρανος
-
9 χαλκεοφωνος
-
10 ωμηστης
I1) питающийся сырым мясом(οἰωνοί, ἰχθύες Hom.; Κέρβερος, Ἔχιδνα Hes.; λέων Her., Aesch.)
Ὠμηστῇ Διονύσῳ καθιερωθῆναι Plut. — быть заколотым в жертву Дионису Сыроядному2) кровожадный(ἀνήρ Hom.)
II- οῦ ὅ хищный зверь Anth.
См. также в других словарях:
Κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… … Dictionary of Greek
Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κερβέρου — Κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρου — κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρους — Κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρους — κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρων — Κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρων — κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρῳ — Κέρβερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)