Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κέντω

  • 41 вколоть

    -лю, -лешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вколотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ.
    κεντρίζω, κεντώ, νύσσω•

    вколоть булавку καρφιτσώνω την παραμάνα.

    κεντιέμαι, νύσσομαι, μπήγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вколоть

  • 42 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 43 заесть

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть).
    1. κατατρώγω, κατασπαράσσω•

    волк -ел овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.

    || τσιμπώ, κεντώ, νύσσω•

    его -ли комары τον κατάφαγαν τα κουνούπια.

    || κατενοχλώ•

    бабушка -ла меня воркотней η γιαγιά μ’ έφαγε με τη μουρμούρα.

    || φθείρω, λιώνω•

    тоска его -ла η θλίψη τον έφαγε.

    2. μαγκώνω, πιάνω, σκαλώνω•

    -ло якорную цепь σκάλωσε η αλυσίδα της άγκυρας,

    3. τρώγω κάτι (μετά από κακόγευστη κατάποση)•

    заесть лекарство τρώγω κάτι μετά το φάρμακο.

    4. απρόσ. (απλ.) θίγω, ανησυχώ.
    παραχορταίνω, είμαι παραχορταμένος.

    Большой русско-греческий словарь > заесть

  • 44 затронуть

    ρ.σ.μ.
    1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•

    осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.

    2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•

    он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•

    он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•

    они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•

    затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•

    у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•

    вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.

    Большой русско-греческий словарь > затронуть

  • 45 канва

    θ.
    καμβάς•

    вышивать по - κεντώ στον καμβά.

    || μτφ. βάση•

    канва событий εξέλιξη των γεγονότων.

    (φιλγ.) πλοκή, υφή.

    Большой русско-греческий словарь > канва

  • 46 настлать

    -телю, -лешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρώνω•

    настлать солому στρώνω άχυρο•

    настлать доски στρώνω σανίδια•

    настлать ковров στρώνω χαλιά.

    2. επιστρώνω, καλύπτω, σκεπάζω•

    -пол из плиток επιστρώνω το πάτωμα με πλακάκια•

    - мосто-вув λιθοστρώνω δρόμο.
    3. κεντώ πυκνά.

    Большой русско-греческий словарь > настлать

  • 47 обколоть

    -коли, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ. σπάζω ολόγυρα• αποσπώ.
    σπάζω ολόγυρα αποσπώμαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. обколоть1) κεντώ, νύσσω γύρω-γύρω• τρυπώ•

    обколоть руки колючей проволокой κατατρυπώ τα χέρια.με αγκαθωτό σύρμα.

    κεντρίζομαι, τρυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обколоть

  • 48 палец

    -льца α.
    δάχτυλο, δάκτυλος•

    большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•

    указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•

    средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•

    безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•

    в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•

    пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•

    считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•

    тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•

    показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.

    εκφρ.
    палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•
    - льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•
    - ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•
    - ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•
    - ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•
    смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•
    по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•
    как по -ам(объяснить, рассказатьκ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•
    как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).

    Большой русско-греческий словарь > палец

  • 49 покалывать

    ρ.δ.μ. κεντρίζω, κεντώ, νύσσω. || απρόσ. με σουβλά ο πόνος•

    -ет в боку περνά σουβλερός πόνος στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > покалывать

  • 50 пришпорить

    ρ.σ.μ. σπιρουνίζω. || μτφ. κεντώ, διεγείρω.

    Большой русско-греческий словарь > пришпорить

  • 51 раздражить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздраженный, βρ: • -жен, -жена, -о
    ρ.σ.
    1. θυμώνω, εξάπτω, παροργίζω• αγριεύω.
    2. ερεθίζω•

    раздражить нерв ερεθίζω το νεύρο•

    раздражить рану ερεθίζω την πληγή•

    раздражить глэз ερεθίζω το μάτι.

    3. κεντώ, διεγείρω•

    раздражить аппетит διεγείρω την όρεξη.

    1. θυμώνω, εξάπτομαι, παροργίζομαι.
    2. ερεθίζομαι•

    кожа -лась το δέρμα ερεθίστηκε•

    нерв -лся το νεύρο ερεθίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > раздражить

  • 52 раздразнить

    -азню -азнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздразнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, φουρκίζω, τσιγκλώ, πικάρω• αγριεύω. || κεντώ• διεγείρω•

    -аппетит κινώ την όρεξη.

    Большой русско-греческий словарь > раздразнить

  • 53 раззудить

    -ужу, -удишь ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) κνίθω, τρώγω, προξενώ φαγούρα, κνησμό.
    2. μτφ. προκαλώ, κεντώ• μερακλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > раззудить

  • 54 раскачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.
    1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•

    раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.

    2. κουνώ στον αέρα.
    3. σείω, δονώ, κλονίζω.
    4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.
    1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.
    2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.
    3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός.

    Большой русско-греческий словарь > раскачать

  • 55 расшить

    разошью, разошьшь, προστκ. расшей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшитый, βρ: шит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξηλώνω• ξεδένω•

    расшить тюк ξηλώνω το δέμα•

    расшить книгу ξεδένω το βιβλίο.

    2. κεντώ, πλουμίζω, στολίζω, διακοσμώ.
    3. ευθύνω, ομαλύνω τις ραφές (συνδέσεις).
    εκφρ.
    расшить узкие места – ανοίγω (καθαρίζω) τον τόπο α-πο τ αγκάθια (υπερνικώ τις δυσκολίες, τα εμπόδια).
    ξηλώνομαι• ξεδένομαι, λύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшить

  • 56 ткать

    тку, ткёшь, παρλθ. χρ. ткал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тканный, βρ: ткан, ткана, ткано;
    επιρ. μτχ. δεν έχει• ρ.σ.
    1. υφαίνω•

    ткать сукна υφαίνω τσόχα•

    ткать коер υφαίνω τάπητα.

    2. κεντώ στον αργαλειό. || πλέκω•

    паук ткт паутину η αράχνη πλέκει τον ιστό.

    υφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ткать

  • 57 уколоть

    ρ.σ.μ.
    1. νύσσω, κεντρίζω, κεντώ, τρυπώ•

    уколоть штыком λογχίζω•

    уколоть ножом μαχαιρώνω•

    уколоть палец иголкой τρυπώ το δάχτυλο με το βελόνι•

    уколоть шилом σουβλίζω.

    2. μτφ. προσβάλλω, θίγω• πληγώνω• уколоть чем-н. самолюбие θίγω το• φιλότιμο κάποιου με κάτι• уколоть кого-н. намком θίγω κάποιον με υπαινιγμό.
    3. τρυπώ, κάνω τρύπες•

    при примерке портниха -ла всю юбку приколками στην πρόβα η μοδίστρα κατατρύπησε τη φούστα με καρφίτσες.

    τρυπιέμαι, κεντρίζομαι• σουβλίζομαι•

    уколоть до крови κεντρίζομαι μέχρι αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > уколоть

  • 58 шить

    шью, шьшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шитый, βρ: шит
    -а, -о
    ρ.δ.
    1. ράβω, ράπτω•

    шить на машине ράβω στη μηχανή•

    иголькой ράβω με το βελόνι (ραφιδεύω).

    2. μ. φτιάχνω•

    шить костюм ράβω κοστούμι•

    шить обуви, ράβω παπούτσια.

    3. κεντώ, διακοσμώ.
    εκφρ.
    шито да крытоκ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)•
    ни шьт ни порет – ούτε ναι, ούτε όχι• δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση, απόφαση).
    1. ράβομαι, ράπτομαι. || κεντιέμαι.
    2. έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω.
    ουδ.
    το ράψιμο•

    шить одевды ράψιμο ενδύματος•

    курсы кройки и -я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.

    || κέντημα•

    шить красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου•

    золотое шить το χρυσοκέντημα.

    || αθρσ. τα κεντήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шить

  • 59 шпынять

    ρ.δ.μ. (απλ.) κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω, νύσσω. || μτφ. παροτρύνω, προτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > шпынять

  • 60 κεντέω

    κεντ-έω, Pi.P.1.28, etc.: [tense] fut. - ήσω S.Aj. 1245: [tense] aor.
    A

    ἐκέντησα Hp. Epid.5.45

    , [dialect] Dor.

    κέντᾱσα Theoc.19.1

    ; [dialect] Ep.inf. κένσαι (as if from Κέντω) Il.23.337:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι ( συγ-) Hdt.6.29: [tense] aor.

    ἐκεντήθην Arist.Spir. 483b16

    , Thphr.HP9.15.3: [tense] pf.

    κεκέντημαι Hp.Anat. 1

    :—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu. 1300, etc.: prov., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, of impetuous haste, Suid.
    2 of bees and wasps, sting, Ar.V. 226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.;

    τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ' ἀνθρηνῶν Ar.Nu. 947

    ; of the porcupine, Ael.NA12.26: then,
    3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.;

    μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant. 1030

    ;

    τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26

    ;

    ἐκέντει.. < αἰθέρ'>, ὡς σφάζων ἐμέ E.Ba. 631

    (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.;

    τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg. 456d

    :—[voice] Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr.l.c.;

    παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47

    ;

    μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11

    , cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κ. stab in the dark, S.Aj. 1245;

    λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4

    .
    4 = βινέω, Mnesim.4.55.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντέω

См. также в других словарях:

  • κεντώ — και κεντάω κέντησα, κεντήθηκα, κεντημένος 1. τρυπώ, τσιμπώ, κεντρίζω: Με κέντησε μια σφήκα. 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί σουβλιές: Χτες με κεντούσε το στομάχι μου. 3. παρακινώ: Μου κέντησε την περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν. 4. διακοσμώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — κεντάω / κεντώ, κέντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κεντῶ — κεντάω pres imperat mp 2nd sg κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέντω — κεντόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • διακεντώ — (AM διακεντῶ, έω) [κεντώ] 1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ 2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω αρχ. ενεργώ παρακέντηση …   Dictionary of Greek

  • κεντησιά — η [κεντώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κεντώ, κέντηση, κεντιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …   Dictionary of Greek

  • περιστίζω — Α 1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο 3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, η, ον αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.… …   Dictionary of Greek

  • προσεπινύσσω — Α κεντώ, τρυπώ επίσης με οξύ όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινύσσω «κεντώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»