-
1 hull
κέλυφος -
2 koza
κέλυφος, τσόφλι, περίβλημα -
3 котелок
ο μικρός λέβητας, το κέλυφος, η καραβάνα, το καζανάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котелок
-
4 кожух
тех. το περίβλημα, το κέλυφος, разг. το χιτώνιοкотельный мор. - του λέβηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кожух
-
5 кокон
το κουκούλι, το βομβύκιο, το κέλυφος του μεταξοσκώληκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кокон
-
6 колба
1. хим. о κλασματήρας 2. (лампы накаливания или электронной лампы) το κέλυφοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колба
-
7 контейнер
1. (тара) το εμπορευματοκιβώτιο, το κοντέινερ (ξεν.) 2. (приспособление, тара) το δοχείο, ο υποδοχέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнер
-
8 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
9 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
10 обечайка
το κέλυφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обечайка
-
11 обойти
см. обходить. оболонь лес. (заболонь) о σομφός. оболочка 1. стр. (в теории упругости) το κέλυφος 2. (атома) η στιβάς 3. анат. оχιτώνας, ο υμέναςмозговая - η μήνιγξ, ημήνιγγα του εγκεφάλουсерозная - ορογόνος/βλεννο-γόνος -сетчатая - глаза см. сетчатка4. тех. τοπερίβλημα-кабеля - του καλωδίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обойти
-
12 панцирь
1. (ист.) о θώρακας, η πανοπλία 2. (черепахи) το καύκαλο, το καβούκι, το κέλυφος, το καυκί, ο καύκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панцирь
-
13 скорлупа
το κέλυφος, (яйца) το τσόφλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скорлупа
-
14 улитка
1. (компрессора, насоса) о σαλίγκαρος, το (σπειροειδές) κέλυφος 2. (зо-ол.) о σάλιαγκας, ο σαλίγκαρος, ο κοχλίας, разг. το σαλιγκάρι 3. анат. (внутреннего уха) о κοχλίας (του ωτός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улитка
-
15 скорлупа
скорлуп||аж τό κέλυφος, τό τσόφλι (яйца) τό καρυδότσεφλο (ореха):\скорлупа миндаля ἡ φλοῦδα τοῦ ἀμύγδαλου· очищать от \скорлупаы ἀποφλοιώ· ◊ уйти в свою \скорлупау́ κλείνομαι στό καβούκι μου. -
16 eggshell
noun (the fragile covering of an egg.) κέλυφος -
17 shell
[ʃel] 1. noun1) (the hard outer covering of a shellfish, egg, nut etc: an eggshell; A tortoise can pull its head and legs under its shell.) κέλυφος,όστρακο,αχιβάδα,τσόφλι2) (an outer covering or framework: After the fire, all that was left was the burned-out shell of the building.) εξωτερικός σκελετός,περίβλημα3) (a metal case filled with explosives and fired from a gun etc: A shell exploded right beside him.) βλήμα,οβίδα2. verb1) (to remove from its shell or pod: You have to shell peas before eating them.) ξεφλουδίζω2) (to fire explosive shells at: The army shelled the enemy mercilessly.) σφυροκοπώ,βομβαρδίζω•- come out of one's shell
- shell out -
18 раковый
-
19 скорлупа
-ы, πλθ. -лупы θ.1. το κέλυφος-το όστρακο, το καύκαλο, καυκί, καβούκι. || τσόφλι (αυγού, καρπού)•яичная скорлупа τσόφλι αυγού (αυγότσοφλιο)•
скорлупа ореха τσόφλι καρυδιού (καρυδότσοφλιο)•
очищать от -ы βγάζωτο τσόφλι (ξετσοφλίζω).
2. μτφ. απομόνωση•замыкаться (прятать(ся) в свою -у κλείνομαι στο καβούκι (απομονώνομαι).
-
20 скорлупка
-и θ. (υποκορ.) μικρό κέλυφος, τσοφλάκι κλπ. ουσ.βλ. скорлупа.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… … Dictionary of Greek
κέλυφος — κέλῡφος , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kelyfos — (Κέλυφος) Blick auf die Insel Kelyfos im Toronäischen Golf von … Deutsch Wikipedia
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κελύφει — κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc dual (attic epic) κελύ̱φεϊ , κέλυφος sheath neut dat sg (epic ionic) κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek