-
1 κεκρυφα
См. также в других словарях:
κέκρυφα — κρύπτω hide perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφασι — κεκρύφᾱσι , κρύπτω hide perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφασιν — κεκρύφᾱσιν , κρύπτω hide perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκρυφ' — κέκρυφα , κρύπτω hide perf ind act 1st sg κέκρυφε , κρύπτω hide perf imperat act 2nd sg κέκρυφε , κρύπτω hide perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)