-
1 κατοδος
-
2 καθοδος
ион. κάτοδος (ᾰ) ἥ1) сошествие, спуск (в подземное царство)(ἥ τῆς Κόρης κ. Plut.)
2) место спуска, вход (в подземное царство)3) опускание, движение вниз4) возвращение (преимущ. из изгнания)(ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὴ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν δοῦναι Eur. или χρήματα εἰς τέν κάθοδον δοῦναι Arst.; ἥ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.)
См. также в других словарях:
κάτοδος — κάτοδος, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κάθοδος … Dictionary of Greek
κάτοδος — κάθοδος descent fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… … Dictionary of Greek