-
1 περικαρπιον
См. также в других словарях:
κάρπιον — κάρπιον, τὸ (Α) ονομασία δένδρου τής Ινδίας … Dictionary of Greek
καρπίον — καρπίον, τὸ (AM) [καρπός (Ι)] μσν. το φυτό ελλέβορος αρχ. 1. μικρός καρπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία κλονία», τα ισχία … Dictionary of Greek
κάρπιον — screw pine neut nom/voc/acc sg καρπέω imperf ind act 3rd pl (doric) καρπέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίον — καρπέω pres part act masc voc sg (doric) καρπέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) καρπίον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρπιον — Κάρπιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπία — καρπίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπια — κάρπιον screw pine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακάρπιον — κατακάρπιον, τὸ (Α) περικάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κάρπιον (< καρπός), πρβλ. επι κάρπιον, μετα κάρπιον] … Dictionary of Greek
CALBEUM vel CALPEUM, item GALBEUM — CALBEUM, vel CALPEUM, item GALBEUM apud Veteres ornamentum fuit vel armlla, quâ ob virtutem donabantur milites: a voce Graeca κάρπιον; unde καρπίους ὄφεις et ἐπικαρπίους Graeci dixêre armillas in modum serpentis contextas. Κάρπιον enim vocabant… … Hofmann J. Lexicon universale
GALBEA et GALBINA seu GALBULA — GALBEA, et GALBINA seu GALBULA avis est viridis aut lutei coloris, Graecis χλωρὶς et χλωρίων; unde mutuatâ voce Latini etiam chlorum dixêre. Glossa Graeo Lat. χλωρὸς ςτρουθὸς chlorus. Cuiusmodi avium lusibus delectatum esse Alexandrum Seu. Imp.… … Hofmann J. Lexicon universale
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek