-
1 καρισο
Arph. в произнош. скифа = χαρίσω
См. также в других словарях:
κάρισο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χάρισον, προστ. αορ. τού χαρίζω … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek