-
1 δακτυλιαιος
См. также в других словарях:
κάραβοι — κ̱άραβοι , κάραβος horned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… … Dictionary of Greek