-
1 κάπρος
Grammatical information: m.Meaning: `boar, (wild)boar', also adjunct of σῦς (Il.); as fish-name = `Capros aper' (Arist.; after the sound, Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 101).Derivatives: Diminut. καπρίδιον, - ίσκος (Com.); f. κάπραινα of a lewd woman (Com.); καπρία f. `the ovary, the rutting sap of the sow' (Arist.; cf. Scheller Oxytonierung 43); καπρών `pig-sty' (Delos IIIa); ( σῦς) κάπριος = ( σῦς) κάπρος (Il., A. R.); κάπριος `with the form of a boar' (Hdt. 3, 59), κάπρειος `belonging to a boar' (Nonn.). Denomin. verbs: καπράω `go to the boar', of a rutting sow (Arist.), also καπριάω (Arist. v. l., Ar. Byz.), on the formation Schwyzer 731f.; καπρίζω `id.' (Arist.); καπρῴζομαι `rut' of the boar (Skiras Com.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Agrees with the Italo-Germanic word for `(he-)goat', Lat. caper, Umbr. cabru `caprum', Germ., e. g. ONo. hafr. An uncertain trace of the word in Celtic is supposed in Gallo-Rom. * cabrostos `honeysuckle, privet'. The newly formed τράγος has made the old name of the goat, IE. *kápros, free for other services; the word was probably first used appositively to σῦς (s. above). Lat. (Ital.) aper `boar' took the vowel of caper, but is further unrelated. - Further Pok. 529, W.-Hofmann s. caper (and aper). Doubtful combinations in Wagner KZ 75, 72ff. M. Brind, Les zoonymes..., 91-115 `qui vale, happe' cognate with κάπτω, which seems to me an improbable etymology; he meaning of the root seems not to point in this direction, Pok. 527.Page in Frisk: 1,782-783Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάπρος
-
2 Κάπρος
Κάπροςboar: masc nom sg -
3 κάπρος
κάπροςboar: masc nom sg -
4 κάπρος
1 boarκάπρους τ' ἔναιρε N. 3.47
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238. -
5 κάπρος
A boar, esp. wild boar, Il.17.725, Pl.La. 196e, etc.; also σῦς κ. Il.5.783, 17.21, cf. Ar.Lys. 202 (ubi v. Sch.);ἧπαρ κάπρου Id.Fr.318.5
: in fem. sense, sow,ὀχευομένους τοὺς κάπρους Anaxandr.47
. -
6 κάπρος
κάπρος: wild boar, boar, Il. 19.197.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάπρος
-
7 κάπρος
boarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κάπρος
-
8 Κάπρω
Κάπροςboar: masc nom /voc /acc dualΚάπροςboar: masc gen sg (doric aeolic)——————Κάπροςboar: masc dat sg -
9 κάπρω
κάπροςboar: masc nom /voc /acc dualκάπροςboar: masc gen sg (doric aeolic)——————κάπροςboar: masc dat sg -
10 Κάπρε
Κάπροςboar: masc voc sg -
11 Κάπροι
Κάπροςboar: masc nom /voc pl -
12 Κάπροιο
Κάπροςboar: masc gen sg (epic) -
13 Κάπροις
Κάπροςboar: masc dat pl -
14 Κάπροισι
Κάπροςboar: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
15 Κάπροισιν
Κάπροςboar: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
16 Κάπρον
Κάπροςboar: masc acc sg -
17 Κάπρου
Κάπροςboar: masc gen sg -
18 Κάπρους
Κάπροςboar: masc acc pl -
19 Κάπρων
Κάπροςboar: masc gen pl -
20 Κάπρως
Κάπροςboar: masc acc pl (doric)
См. также в других словарях:
Κάπρος — boar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — boar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek
κάπρος — ο βλ. κάπρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… … Dictionary of Greek
Κάπρω — Κάπρος boar masc nom/voc/acc dual Κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρω — κάπρος boar masc nom/voc/acc dual κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπρε — Κάπρος boar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρε — κάπρος boar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπροι — Κάπρος boar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπροι — κάπρος boar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)