-
101 добро
добр||о I\ с1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.добро́ IIнареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε! -
102 доучивать
доучиватьнесов, доучить сов1. (кого-л.) ἀπομαθαίνω, τελειώνω (или συμπληρώνω) τήν ἐκπαίδευση κάποιου·2. (что-л.) ἀπομαθαίνω, συμπληρώνω τήν ἐκμάθηση. -
103 забивать
забиватьнесов1. καρφώνω (гвоздь и т. ἡ.)Ι μπήγω, χώνω (сваи и т. п.)·2. (заделывать) φράζω, κλείνω, βουλώνω, στουπώνω·3. (заполнять, засорять) γεμίζω/ φράζω, κλείνω (μετ.) (проход и т. п.)·4. (подавлять, превосходить) разг ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·5. спорт.:\забивать гол βάζω γκολ, σημειώνω τό τέρμα· \забивать голову кому́-л. φουσκώνω τά μυαλά κάποιου. -
104 завладевать
завладеватьнесов, завладеть сов κυριεύω, καταλαμβάνω:\завладевать чужим имуществом ἰδιοποιοῦμαι ξένη περιουσία· \завладевать чьи́м-л. вниманием προσελκύω τήν προσοχή κάποιου. -
105 завоевать
завоеватьсов, завоевывать несов1. κυριεύω, κατακτῶ·2. перен κερδίζω, κατακτώ:\завоевать свободу κατακτώ τήν ἐλευθερία· \завоевать положение в обществе ἀποκτώ θέση στήν κοινωνίαν \завоевать чье-л. доверие κερδίζω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου. -
106 заговаривать
заговариватьнесов1. (с кем-л.) ἀρχίζω κουβέντα, ἀρχίζω νά μιλῶ·2. (заколдовывать) фольк. μαγεύω, κάνω μάγια· ◊ \заговаривать зубы кому́-л. ἀποσπῶ τήν προσοχή κάποιου. -
107 загораживать
загораживатьнесов1. (обносить ог-Шдой) περιτειχίζω, μαντρώνω·2. (преграждать) φράζω:\загораживать кому́-л. дорогу (ράζω τό δρόμο κάποιου·3. (заслонять) Καλύπτω, σκεπάζω:\загораживать свет σκεπάζω τό №ς. -
108 задевать
задевать Iнесов1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:\задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.задевать IIсов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять). -
109 зажимать
зажиматьнесов1. (стискивать) σφίγγω, συμπιέζω, ζουλώ:\зажимать и руке́ σφίγγω στό χέρι·2. (плотно закрывать) βουλώνω, στουμπώνω, κλείνω:\зажимать у́ши βουλώνω τ' αὐτιά μου·3. перен разг περιορίζω, ἐμποδίζω, πνίγω:\зажимать инициативу πνίγω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία· ◊ \зажимать рот кому-л. κλείνω τό στόμα κάποιου. -
110 закружить
закружи||тьсов1. (начать кружить) ἀρχίζω νά στροβιλίζω, στριφογυρίζω·2. перен:\закружить кому́-л. голову παίρνω τά μυαλά κάποιου, ξεμυαλίζω κάποιον. -
111 закручивать
закручиватьнесов1. συστρέφω, στρίβω, περιστρέφω:\закручивать кому́-л. ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στίς πλάτες·2. (обматывать вокруг чего-л.) περιτυλίγω, κουβαριάζω·3. (завинчивать) разг γυρίζω, σφίγγω (кран) / βιδώνω, σφίγγω τή βίδα (гайку, винт). -
112 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
113 заодно
заодно́нареч1. ταυτόχρονα, σύγχρονα:действовать \заодно с кем-л. δρῶ ἀπό κοινού· быть \заодно с кем-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου·2. (одновременно, попутно) ταυτόχρονα [-ως] μαζί. -
114 запрашивать
запрашиватьнесов1. ἐρωτώ, ζήτω, ἐξετάζω:\запрашивать чье-л. мнение ζητῶ τή γνώμη κάποιου· \запрашивать парламент ὁ чем-л. κάνω ἐπερώτηση στή βουλή·2. (цену) ζητώ ὑψηλή τιμή. -
115 заручаться
заручатьсянесов, заручиться сов προεξασφαλίζω, ἐξασφαλίζω ἐκ των προτέρων:заручиться чьи́м-л. согласием ἐξασφαλίζω τήν συγκατάθεση κάποιου. -
116 заступаться
заступатьсянесов, заступиться сов (за кого-л.) παίρνω τό μέρος κάποιου, συνηγορώ (ὐπέρ τίνος) / ὑπερασπίζω (защищать)/ ὑποστηρίζω (поддерживать). -
117 затмевать
затмеватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω·2. (превосходить кого-л., что-л.) ἐπισκιάζω:\затмевать чью-л. славу ἐπισκιάζω τή δόξα κάποιου· \затмевать кого́-л. своей красотой ἐπισκιάζω μέ τήν ὁμορφιά μου. -
118 затрагивать
затрагиватьнесов1. (касаться) θίγω, πειράζω, ἀγγίζω·2. перен θίγω:\затрагивать самолюбие θίγω τήν φιλοτιμία· \затрагивать больное место θίγω τό ἀδύνατο σημείο· \затрагивать чьи-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \затрагивать вопрос θίγω τό ζήτημα. -
119 здравица
здравиц||аж ἡ πρόποση [-ις]:провозглашать \здравицау за кого́-л. πίνω στήν ὑγεία κάποιου, ἐγείρω πρόποση. -
120 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.
См. также в других словарях:
Καποίου χάριζαν γομάρι καὶ τὸ τήραε’ς τὰ δόντια. — См. Даровому коню в зубы не смотрят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek