-
61 ποτέ
επίρρ.1) никогда;ποτέ πιά — никогда больше;
κάλλιο αργά παρά ποτέ — лучше поздно, чем никогда;
2) когда-то, некогда -
62 ψυλλοφαγωμένος
η, ο замеченный блохами;§ κάλλιο ψυλλοφαγωμένος παρά λυκοφαγωμένος — погов, лучше пусть блохи заедят, чем волки съедят; — из двух зол выбирают меньшее
-
63 Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος– Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός• Не бойся врага умного, бойся друга глупогоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
-
64 бертолетов
-а, -обертолетова соль κάλλιο χλωριούχο. -
65 скорее
1. συγκρ. β. του επ. скорый και του επίρ. скоро ταχύτερος• ταχύτερα• γρηγορότερος, γρηγορότερα.2. μάλλον, περισσότερο-πιθανότερο•он скорее напоминал мать, чем отца αυτός περισσότερο θύμιζε (έμοιαζε) τη μάνα, παρά τον πατέρα.
|| καλύτερο, -α, προτιμότερο, -α, κάλλιο•скорее умрём, чем сдадимся είναι προτιμότερο να πεθάνομε, παρά να παραδοθούμε.
εκφρ.скорее всего – πιθανότατα, το πιο πιθανό• μάλλον.
См. также в других словарях:
κάλλιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 90 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 55 χλμ. Δ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιδορικίου. Το Κάλλιο στη λίμνη του Μόρνου. * * * και κάλλια και … Dictionary of Greek
κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… … Dictionary of Greek
μάλλιος — (Μ μάλλιος και μάλλιο και μάλλιον) επίρρ. 1. μάλλον, περισσότερο 2. καλύτερα, σωστότερα 3. αντιθέτως («λύπηση το βασιλιό να χει κιαμιά δεν είδα, μάλλιος το θρόνον τ άφηκε, κ εκ τη χαράν τ επήδα», Ερωφ.) 4. επί πλέον, ακόμη και («τη συντροφιά σου… … Dictionary of Greek
κάλλιος — α, ο συγκρ. του επιθ. καλός καλύτερος, ανώτερος: Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης. Επίρρ. κάλλιο και κάλλια καλύτερα, προτιμότερα: Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… … Dictionary of Greek
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
γαϊδουρογυρεύω — 1. αναζητώ γάιδαρο που έφυγε ή χάθηκε 2. φρ. «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» είναι προτιμότερο να είναι κάποιος προνοητικός και να εξασφαλίζει τα πράγματά του παρά να τα χάνει από αμέλεια και να ασχολείται έπειτα με την ανεύρευσή τους … Dictionary of Greek