-
1 καλεῖ
называетзавёт κάλειΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καλεῖ
-
2 κάλει
приглашайκαλεῖΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κάλει
-
3 καλεω
(fut. καλέσω - атт. καλῶ, aor. ἐκάλεσα, pf. κέκληκα; med.: fut. καλέσομαι - атт. καλοῦμαι; aor. ἐκαλεσάμην; pass.: fut. κληθήσομαι, aor. ἐκλήθην; pf. κέκλημαι)1) звать, называть, именовать(τινά τινα Her., τί τι Arst., τινα ἀπό τινος Arst. и τινα ἐπὴ τῷ ὀνόματί τινος NT.)
ὄνομα τί σε κ. ἡμᾶς χρεών ; Eur. — каким именем должны мы звать тебя?;ὅ καλούμενος Plat., Arst. — так называемый;τάδε ἄλυτα κεκλήσεται Soph. — эти (несчастья) будут (всегда) называться, т.е. навсегда останутся непоправимыми2) звать, призывать(θεούς Aesch.; Ζῆνα Soph.)
τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς Soph. — в свидетели этого я призываю богов3) звать, созывать(θεοὺς ἀγορήνδε Hom.; εἰς ἀγορέν Ἀχαιούς Hom.; τοὺς ἐργάτας NT.)
ὅσοι κεκλήατο (= κέκληντο) βουλήν Hom. — те, которые были созваны на совет4) звать (к себе), вызыватьὑμεῖς, ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς Soph. — когда мы позовем (вас), поспешите (к нам);
τί με καλεῖς ; Arph. — отчего ты зовешь меня?;κάλει Χαρμίδην Plat. — позови Хармида5) юр. (тж. κ. εἰς τὸ δικαστήριον Dem.) вызывать в суд(τινα Arph., Dem.)
κ. εἰς μαρτυρίαν Plat. — вызывать для дачи свидетельских показаний;ἕως ἂν τέν δίκην ἄρχων καλῇ Arph. — прежде чем, т.е. пока архонт не вызвал (тебя) в суд6) (повелительно) звать (с или за собой), призыватьἐμὲ νῦν ἤδε καλεῖ ἥ εἱμαρμένη Plat. — но вот уже судьба зовет меня;
καιρὸς καλεῖ πλοῦν σκοπεῖν Soph. — время зовет, т.е. велит думать об отплытии;οὗτοι οὐ παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι Xen. — они не явились на призыв (персидского) царя7) звать, приглашать(ἐπὴ δεῖπνον Her.; ἐς θοίνην Eur.; εἰς τοὺς γάμους NT.)
ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Plat. — приглашенный (будучи приглашен) тобой8) med. призывать (на чью-л. голову)(ἀράς τινι Soph.)
-
4 αντικαλεω
приглашать к себе в свою очередьἀντικληθησόμενος καλεῖ Xen. — он приглашает, чтобы быть (самому) приглашенным
-
5 γευμα
- ατος τό1) пробование, отведывание(γ. τέν ὠνέν καλεῖ Eur.; γεύματος χάριν Arst.)
2) проба, образчик(τρία γεύματα Arph.)
-
6 ωνη
ἥ1) купля, покупкаὠ. καὴ πρᾶσις Soph., Her., Plat. — покупка и продажа;
δι΄ ὠνῆς Plut., ὠνῇ и διὰ τέν ὠνήν Luc. — путем покупки;τὸ γεῦμα τέν ὠνέν καλεῖ погов. Eur. — проба располагает к покупке2) аренда, откуп(μισθώσεις καὴ ὠναί Plut.)
ἥ ὠ. (sc. τῶν τελῶν τῶν δημοσίων) Plut. — сдача на откуп общественных доходов3) сумма (покупки), стоимостьτῶν ὅπλων τέν ὠνέν παρέχειν τρισμυρίας δραχμάς Lys. — отпустить на покупку оружия сумму в тридцать тысяч драхм;
ἐπιθεῖναι τῇ ὠνῇ τάλαντον Plut. — накинуть один талант на сумму (торгов)
См. также в других словарях:
καλεῖ — καλέω call fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καλέω call fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καλέω call pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καλέω call pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλει — καλέω call pres imperat act 2nd sg (attic epic) καλέω call imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
καλαΐς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
aik- — aik English meaning: to call (?) Deutsche Übersetzung: “anrufen” (?) Material: Gk. αἰκάζει καλεῖ Hes., Ltv. aîcinât “ load, shout “. But καλεῖ can be prescribed for αἰκάλλει “flatters”, and aîcinât a derivative from aĩ “hears!”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Northern Epirus — Note: For the autonomous state formed in the region at 1914, see: Autonomous Republic of Northern Epirus. The region of Epirus, stretching across Greece and Albania. Legend grey: Approximate extent of Epirus in antiquity orange: Greek periphery… … Wikipedia