Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κάθομαι+στην

  • 1 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 2 усесться

    усядусь, усядешься, παρλθ. χρ. уселся, -лась, -лось, προστκ. усядься
    ρ.σ.
    1. κάθομαι•

    усесться в кресло, на диван κάθομαι στην πολυθρόνα, στο ντιβάνι•

    усесться за чай κάθομαι για (να) πιώ τσάι•

    усесться за книгу κάθομαι (για) να διαβάσω•

    усесться писать письмо κάθομαι (για) να γράψω γράμμα•

    усесться за карты κάθομαι (για) να παίξω χαρτιά.

    2. εγκατασταίνομαι οριστικά, μόνι μα.

    Большой русско-греческий словарь > усесться

  • 3 ряд

    ряд м η σειρά; η γραμμή (линия)' сидеть в первом \ряду κάθομαι στην πρώτη σειρά; в \ряде случаев σε μερικές περιπτώσεις
    * * *
    м
    η σειρά; η γραμμή ( линия)

    сиде́ть в пе́рвом ряду́ — κάθομαι στην πρώτη σειρά

    в ряде слу́чаев — σε μερικές περιπτώσεις

    Русско-греческий словарь > ряд

  • 4 присаживаться

    присаживаться
    несов κάθομαι, καθίζω (γιά λίγο):
    \присаживаться на стул κάθομαι στήν καρέκλα· присаживайтесь! καθίστε!

    Русско-новогреческий словарь > присаживаться

  • 5 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 6 краешек

    -шка α.
    άκρη• ακρίτσα•

    сесть на краешек стула κάθομαι στην άκρη του καθίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > краешек

  • 7 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 8 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 9 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 10 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 11 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 12 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 13 свинец

    -нца α.
    1. μόλυβδος, μολύβι.
    2. μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι.
    εκφρ.
    свинец на душе, на сердце – βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρδιά•
    лечь -цом на душу, на сердце – κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά•
    голова как -цом налита – το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει από βαρυαλγία).

    Большой русско-греческий словарь > свинец

  • 14 обсесть

    -сядет, -сядем, -сядете παρλθ. χρ. -сел, -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    κάθομαι ολόγυρα. || επικάθομαι, κάθομαι παντού•

    мухи -ли пирог οι μύγες κάθησαν στην πίτα.

    Большой русско-греческий словарь > обсесть

  • 15 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 16 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 17 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 18 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 19 держаться

    держ||а́ться
    несов
    1. κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·
    2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·
    3. (о предметах) κρατιέμαι:
    пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·
    4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:
    \держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·
    5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:
    \держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·
    6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > держаться

  • 20 кулички:

    кули́чк||и:
    к черту на \кулички: разг στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· жить у черта на \кулички:ах Разг. κατοικώ πολύ μακρυά, κάθομαι στοῦ διαβόλου τή μάννα.

    Русско-новогреческий словарь > кулички:

См. также в других словарях:

  • κάθομαι — κάθισα και έκατσα, καθισμένος 1. καθίζω: Κάθισε να τα πούμε. 2. κατοικώ: Κάθομαι στην οδό Πόντου 18. 3. ασχολούμαι με κάτι: Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. 4. (παροιμ.): «Όσο κάθεται το μήλο μυρίζει», που σημαίνει ότι όσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — κάθομαι, κάθισα και έκατσα, καθισμένος βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σταυροπόδι — Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 365 μ.), στην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρνεζαίικων. * * * το, Ν 1. το να κάθεται κάποιος στο έδαφος ή σε κάθισμα με τις κνήμες τοποθετημένες σταυρωτά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… …   Dictionary of Greek

  • επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»