-
21 ковш
[κόβς] ουσ α κάδος -
22 чан
[τσάν] ουσ α κάδος -
23 запарник
-а α.λέβητας, κάδος για μούσκευμα ζωοτροφών. -
24 заторный
επ.της ζύμωσης•заторный чан κάδος ζύμωσης.
-
25 кадка
-и θ.κάδος, καδί. -
26 ковш
-а α.1. αντλητήρι, δοχείο άντλησης.2. (τεχ.) κάδος εκσκαφέα. || χοάνη• χωνί. || μυχός κόλπου. || καδί οινοπνΐ• ποτών.εκφρ.чужим -ом добром подносить – με ξένα κόλλυβα δεν πάνε στην εκκλησία. -
27 корец
-рца α. (διαλκ.) κάδος, καδί. -
28 чан
-а, προθτ. в -еκ. в -у, πλθ. чаны а. κάδος, μεγάλο καδί. -
29 экскаваторный
επ.του ή με εκσκαφέα•ковш ο κάδος του εκσκαφέα•
экскаваторный способ добычи торфа εξόρυξη τύρφης με εκσκαφέα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάδος — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… … Dictionary of Greek
κάδος — ο δοχείο από ξύλο ή μέταλλο κατάλληλο για μεταφορά υγρών: Μεταφέρουμε γάλα μέσα σε κάδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κᾶδος — κῆδος care about neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδω — κάδος jar masc nom/voc/acc dual κάδος jar masc gen sg (doric aeolic) κά̱δω , κήδω trouble pres subj act 1st sg (doric) κά̱δω , κήδω trouble pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοι — κάδος jar masc nom/voc pl κά̱δοῑ , κήδω trouble pres opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοις — κάδος jar masc dat pl κά̱δοις , κήδω trouble pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδον — κάδος jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδου — κάδος jar masc gen sg κά̱δου , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κά̱δου , κήδω trouble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδους — κάδος jar masc acc pl κά̱δους , κῆδος care about neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδων — κάδος jar masc gen pl κά̱δων , κήδω trouble pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)