-
1 ἰόεις
ἰόεις, εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίϑει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα ϑάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen ( ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐϑετοῠντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῠντα.
-
2 ἰόεις
ἰόεις, εσσα, εν, das Eisen, τοξευτῇσι τίϑει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird; wie ἰόεντα ϑάλασσαν sagt, od. »rostig«, od. »zu Pfeilen ( ἰός) »tauglich« erklärt wird -
3 ἠϊόεις
ἠϊόεις, εσσα, εν (ἠϊών), mit Ufern, bes. mit merklichen, hohen, steilen versehen, geufert, Σκάμανδρος, Il. 5, 36, denn der Skamondros hat als Bergstrom scharf abgeschnittene hohe Ufer; also eigtl. für ἠϊονόεις, andere Alte leiteten es fälschlich von ἴον ab, für ἰόεις, = ἀνϑεμόεντας λειμῶνας ἔχων. Da ἠϊών sonst gew. vom Meeresufer gebraucht wird u. bei Qu. Sm. 5, 299 πεδίον ἠϊόεν eine Aue sein soll, auf der Gänse u. Kraniche weiden, bringt Butim. Lexil. II p. 23 ff. das Wort mit εἰαμενή, ἧμαι in Vrbdg u. erkl. es "durch grasreiche Wiesen fließend", schwerlich richtig; Andere leiten es auch von ἤϊα ab, also futterreich.
См. также в других словарях:
ἰόεις — violet coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… … Dictionary of Greek
ἰόεντα — ἰόεις violet coloured neut nom/voc/acc pl ἰόεις violet coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοέσσης — ἰόεις violet coloured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεντας — ἰόεις violet coloured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεντι — ἰόεις violet coloured masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεσσα — ἰόεις violet coloured fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεσσαν — ἰόεις violet coloured fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] … Dictionary of Greek
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek