-
21 весомый
επ., βρ: -сом, -а, -о1. βαρύς, -ιός.2. μτφ. σοβαρός, σημαντικός• αισθητός•весомый аргумент σοβαρό επιχείρημα.
-
22 двоюродный
επ. двоюродный брат εξάδερφος•-ая сестра εξαδέρφη•
-ая тетя η θεία (πρώτεξαδέρφη του πατέρα ή της μάνας)•
двоюродный дядя ο θε’ιος (ο πρωτεξάδερφος του πατέρα ή της μάνας).
-
23 дошвырнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ ως•дошвырнуть камень до воды ρίχνω την πέτρα ιος το νερό.
-
24 многомоторный
επ. (τεχ.) πολυκινητήρ ιος•многомоторный самолёт πολυκινητήριο αεροπλάνο.
-
25 неестественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о;1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•-ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.
2. προσποιητός, επιτηδευμένος•неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•
неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.
3. αντικανονικός, ασυνήθης.4. εξαιρετικός, σπάν ιος•-ая величина εξαιρετικό μέγεθος.
-
26 подданный
-ого α.1. υπήκοος.2. παλ. υποτελής, υπεξούσιος υποχείρ ιος,. εξαρτημένος. -
27 приближённый
επ.κατά προσέγγιση•-ое решение уравнений η κατά προσέγγιση λύση των εξισώσεων.
επ. ο πλησίον, προσκείμενος, οικε ίος. -
28 просяной
επ.του κεχριού, από κεχρί, κε-χρινέν ιος. -
29 пурпурный
επ.πορφυρένιος•-ая-мантия ο πορφυρέν ιος μανδύας, η πορφύρα.
-
30 пуховый
επ.1. πουπουλιέν ιος• χνουδωτός.2. που έχει, φέρει πούπουλα, χνούδι. -
31 пушистый
επ.χνουδωτός• πουπουλέν ιος, πτι-λωτός. -
32 разведрить
-ритρ.σ. απρόσ. (παλ. κ. απλ)• αιθριάζω, γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω.αιθριάζω, ξαστερώνω•погода -лась ο καιρός έγινε αίθρ ιος.
-
33 резиновый
επ.1. ελαστιχός• λαστ ιχέν ιος• του καουτσούκ•-ое производство παραγωγή ελα-στιχών ή καουτσούκ•
-ые калоши οι γαλότσες•
-ая обувь λαστιχένια παπούτσια.
2. μτφ. (για έννοιες)• εκτατικός. -
34 рейд
-
35 рефлекторный
επ.ανακλαστήριος•-ое зеркало ανακλα.στήρ ιος καθρέφτης.
επ.αντανακλαστικός• ανακλαστικός•-ое движение ανακλαστική κίνηση.
-
36 сальниковый
επ.στυπιοθλιπτικός•-ое колесо στυπ ιοθλιπτ ιός δακτύλιος.
-
37 санный
επ.του ελκήθρου, ολισθητήρ ιος. || κατάλληλος για ελκηθροδρομία•-путь ελκη-θρόδρομος.
-
38 смотровой
κ. смотровыйεπ.1. οπτικός• διο-πτήρ ιος, διοπτικός• κατοπτικός.2. της επιθεώρησης•-ая комиссия επιτροπή επιθεώρησης.
-
39 такой-сякой
-
40 тождественный
κ. тожественныйεπ.ταυτόσημος, ίδιος, πανομο ιος• απαράλλαχτος.
См. также в других словарях:
ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού … Dictionary of Greek
σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] … Dictionary of Greek
ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι … Dictionary of Greek
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek