-
21 ἰχωροειδῶς
-
22 ιχωροειδέος
-
23 ἰχωροειδέος
-
24 ἰχωρώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχωρώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰχωροειδής — serous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδῆ — ἰχωροειδής serous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰχωροειδής serous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰχωροειδής serous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδεῖς — ἰχωροειδής serous masc/fem acc pl ἰχωροειδής serous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδέα — ἰχωροειδής serous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰχωροειδής serous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδές — ἰχωροειδής serous masc/fem voc sg ἰχωροειδής serous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] … Dictionary of Greek
ἰχωροειδοῦς — ἰχωροειδής serous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδέος — ἰχωροειδής serous masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδῶν — ἰχωροειδής serous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχωροειδῶς — ἰχωροειδής serous adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek