-
21 σκαφιστήριον
σκᾰφ-ιστήριον, τό,A vas in quo triticum mundatur, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφιστήριον
-
22 στολιστήριον
στολ-ιστήριον, τό,A place where the priests attired themselves or the statues of the gods, vestry, Plu.2.359a, BGU338.1, al. (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στολιστήριον
-
23 σφαγιστήριον
σφᾰγ-ιστήριον, τό,A = σφαγεῖον, Sch.Lyc.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγιστήριον
-
24 σφαιριστήριον
σφαιρ-ιστήριον, τό,A ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιριστήριον
-
25 σφραγιστήριον
σφρᾱγ-ιστήριον, τό,A seal, stamp, PLond.5.1657.13 (iv/v A.D.); = signaculum, signatorium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφραγιστήριον
-
26 σωφρονιστήριον
σωφρον-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστήριον
-
27 ταβλιστήριον
ταβλ-ιστήριον, τό,A = κυβεῖον, Sch. Aeschin.1.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταβλιστήριον
-
28 φροντιστήριον
φροντ-ιστήριον, τό,A place for meditation, thinking-shop, ψυχῶν σοφῶν φ., of Socrates' school, Ar.Nu.94, al.; monastic community of Indian sages, Philostr.VA3.50, 6.6: generally, school, study, Luc.Ner.1, Poll.4.41; lecture-room, auditorium, Procop.Gaz.Ep. 114.3 law-court, PLips.38.14 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντιστήριον
-
29 φωτιστήριον
φωτ-ιστήριον, τό,A lanternwindow, Gloss. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωτιστήριον
-
30 χρηματιστήριον
χρημᾰτ-ιστήριον, τό,A place for transacting business, council-chamber, D.S.1.1; seat of judgement, LXX 1 Es.3.14(15);τῆς Μακεδονίας Str.7
Fr.20; place of business, Plu.Caes.67.II oracle, sanctuary, of the Holy of Holies, Aq., Sm.3 Ki.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηματιστήριον
-
31 ἀγωνιστήριος
A = ἀγωνιστικός, κύβηλις Anaxipp.6.6.II [suff] ἀγων-ιστήριον, τό, place of assembly, Aristid.1.108 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστήριος
-
32 ἀκοντιστήριον
ἀκοντ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοντιστήριον
-
33 ἁγιστήριον
ἁγ-ιστήριον, to/,A = περιρραντήριον, Inscr.Perg.255.9 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁγιστήριον
-
34 ἁγνιστήριον
ἁγν-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁγνιστήριον
-
35 ἐδαφιστήριον
ἐδᾰφ-ιστήριον, τό,A = λίστρον, Hsch. s.h.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐδαφιστήριον
-
36 ἐκλογιστήριον
ἐκλογ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλογιστήριον
-
37 ἐλαϊστήριον
ἐλᾱ-ϊστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαϊστήριον
-
38 ἐναγιστήριον
ἐνᾰγ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγιστήριον
-
39 ἐξαρτιστήριον
ἐξαρτ-ιστήριον, τό,A place of equipment, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρτιστήριον
-
40 ἐξευμενιστήριον
ἐξευμεν-ιστήριον, τό,A propitiatory offering, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξευμενιστήριον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
ιστήριον
Страницы