-
1 Ισθμόθι
-
2 Ἰσθμόθι
-
3 ισθμόθι
-
4 ἰσθμόθι
-
5 Ἰσθμόθι
Ἰσθμ-όθι, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἰσθμόθι
См. также в других словарях:
Ισθμόθι — Ἰσθμόθι (Α) επίρρ. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. θι*] … Dictionary of Greek
Ἰσθμόθι — on the Isthmus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμόθι — on the Isthmus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)