-
1 империалистический
-
2 империалистический
[ιμπιριαλιστίτσισκιϊ] επ. ιμπεριαλιστικός -
3 империалистический
[ιμπιριαλιστίτσισκιϊ] επ ιμπεριαλιστικός -
4 империалистический
επ.ιμπεριαλιστικός, του ιμπεριαλισμού. -
5 империалистский
επ.ιμπεριαλιστικός, του ιμπεριαλισμού ή του ιμπεριαλιστή. -
6 социал-империалистический
επ.σοσιαλ-ιμπεριαλιστικός.Большой русско-греческий словарь > социал-империалистический
См. также в других словарях:
ιμπεριαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό 2. κατακτητικός, επεκτατικός («ιμπεριαλιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialistic < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + istic] … Dictionary of Greek
ιμπεριαλιστικός — ή, ό επίρρ. ά κατακτητικός, επεκτατικός: Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. – Ιμπεριαλιστική πολιτική. – Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ … Dictionary of Greek