Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ιδέα

  • 101 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 102 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 103 идейка

    θ.
    ασήμαντη (χαμένη) ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > идейка

  • 104 идейный

    επ., βρ: -ен, -ина, -йно.
    1. ιδεολογικός•

    -ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος•

    -ое оружие ιδεολογικό όπλο.

    2. ιδανικός, ιδεώδης•

    -ое содержание произведения η ιδέα του έργου.

    3. προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών•

    -ое искусство προοδευτική τέχνη•

    идейный человек άνθρωπος προοδευτικών ιδεών.

    Большой русско-греческий словарь > идейный

  • 105 идефикс

    -3. α. έμμονη ιδέα, προκατάληψη.

    Большой русско-греческий словарь > идефикс

  • 106 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 107 колоть

    коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•

    колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•

    - ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.

    || μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•

    колоть барана σφάζω το πρόβατο.

    2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•
    правда глаза -етπαρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.
    κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•

    ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).

    колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -о
    ρ.δ.μ.
    σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•

    колоть дрова σχίζω ξύλα•

    колоть орехи σπάζω καρύδια•

    колоть лёд σπάζω τον πάγο.

    σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος.

    Большой русско-греческий словарь > колоть

  • 108 кумекать

    ρ.δ. (απλ.) φαντάζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι. || καταλαβαίνω, έχω ιδέα από (τέχνη, ειδικότητα).

    Большой русско-греческий словарь > кумекать

  • 109 мерекать

    ρ.δ. (απλ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι• αντιλαμβάνομαι• έχω ιδέα απο...

    Большой русско-греческий словарь > мерекать

  • 110 мечтать

    ρ.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. || ποθώ μανιώδικα. || προύποθέτω ελπίζω.
    εκφρ.
    мечтать о себе (много, высоко) – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.
    ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мечтать

  • 111 мнительность

    θ.
    1. προκατάληψη. || υποχονδρία, έμμονη ιδέα.
    2. δυσπιστία.

    Большой русско-греческий словарь > мнительность

  • 112 мнить

    мню, мнишь
    ρ.δ. παλ. θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω•

    он мнит себя учёным θεωρεί τον εαυτό του επιστήμονα.

    εκφρ.
    много ή высоко мнить о себе – θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο• έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.
    μου φαίνεται•

    мне -ится μου φαίνεται, νομίζω.

    Большой русско-греческий словарь > мнить

  • 113 навязчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•

    навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•

    навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.

    2. μτφ. έμμονος, επίμονος•

    -ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.

    Большой русско-греческий словарь > навязчивый

  • 114 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 115 невдомёк

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. χωρίς να μαντέψω, χωρίς να μου περάσει η ιδέα ή να πάρω μυρουδιά.

    Большой русско-греческий словарь > невдомёк

  • 116 неотвязный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    έμμονος, αξεκόλλητος ενοχλητικός, φορτικός•

    какой ты -! τι ενοχλητικός που είσαι!•

    -ая мысль έμμονη ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > неотвязный

  • 117 неотступный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно
    ανυποχώρητος, αξεκόλλητος, επίμονος, έμμονος•

    -ое преследование παρακολούθηση βήμα προς βήμα•

    -ая мысль έμμονη ιδέα•

    -ая просьба επίμονη παράκληση.

    Большой русско-греческий словарь > неотступный

  • 118 ноумен

    α. (φιλοσ.) το νοούμενο (το υπεραισθητό, ιδέα, πνεύμα).

    Большой русско-греческий словарь > ноумен

  • 119 осенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.
    2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•

    -ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•

    его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.

    || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.

    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.
    παλ.
    επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.
    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > осенить

  • 120 поглотить

    -ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.
    2. καταχωνιάζω• ρουφώ•

    его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.

    || απορροφώ•

    поглотить влагу απορροφώ υγρασία•

    губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.

    || μτφ. απασχολώ•

    эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.

    || μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•

    -много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.

    3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.
    καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поглотить

См. также в других словарях:

  • ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδέα —         (idea) (греч.) идея.         см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа)  ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… …   Википедия

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»