-
21 θυμός
[тимос] ουσ α гнев, ярость, раздажение. -
22 θυμός
лутинаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θυμός
-
23 θυμός
colère -
24 θυμός
1) gniew (m) rzecz.2) złość (f) rzecz. -
25 θυμός
1) hněv2) vztek3) zlost -
26 θυμός
angerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θυμός
-
27 πρό-θῡμος
πρό-θῡμος, geneigt, bereitwillig; c. inf., Eur. Hipp. 694 u. öfter; εἰς τὰ πράγματα, Ar. Plut. 209; πρόϑυμος ἦν, er war Willens, hatte vor, Her. 6, 74; c. inf., 2, 3. 6, 5. 9, 13; οὐ πρόϑυμός με εἶ διδάξαι, Plat. Euthyph. 14 b, u. öfter; auch πρὸς τὰς ᾠδάς, Legg. II, 666 a (vgl. Xen. Hell. 1, 5, 2, wie ἐπί τι, 1, 1, 34, εἴς τι, Cyr. 1, 4, 22); τὸ πρόϑυμον παρέχεσϑαι, = προϑυμίαν, IX, 859 b, u. ähnlich προϑύμους αὑτοὺς ἐν τοῖς κινδύνοις παρείχοντο, III, 694 a; dah. muthig, Soph. Ai. 36; auch wohlwollend, gewogen, Eur. Ion 1173; eifrig verlangend, Soph. El. 3. – Adv., προϑύμως μᾶλλον ἢ φίλως, Aesch. Ag. 1573; Her. 6, 58; τὴν ϑύραν πάνυ προϑύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε, so schnell er konnte, Plat. Prot. 314 d; προϑύμως ἔχειν πρὸς τὸ πίνειν, Conv. 176 c; προϑύμως διακεῖσϑαι, Pol. 2, 92, 5.
-
28 πρᾱΰ-θῡμος
πρᾱΰ-θῡμος, sanftes Sinnes, erst Sp.
-
29 περί-θῡμος
περί-θῡμος, sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιϑύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ ϑυμῷ ἐχόμενος.
-
30 πικρό-θῡμος
πικρό-θῡμος, mit bitterer, feindlicher Gesinnung, Sp.
-
31 παντ-επί-θῡμος
παντ-επί-θῡμος, = πανεπίϑῡμος, Sp.
-
32 παν-επί-θῡμος
παν-επί-θῡμος, Alles begehrend, Sp.
-
33 τλά-θῡμος
τλά-θῡμος, dor. = τλήϑυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
-
34 τλή-θῡμος
-
35 χαλκεό-θῡμος
χαλκεό-θῡμος, mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.
-
36 γυναικό-θῡμος
γυναικό-θῡμος, von weibischem Muth u. Sinn, Sp. – Adv., Pol. 2, 8, 12. 32, 25.
-
37 καρτερό-θῡμος
καρτερό-θῡμος, starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.
-
38 κατ-επί-θῡμος
κατ-επί-θῡμος, sehr wünschend, verlangend, Iudith. 12, 16.
-
39 κακό-θῡμος
κακό-θῡμος, übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.
-
40 κακ-επί-θυμος
κακ-επί-θυμος, arg begierig, οἴνου Hesych., Erkl. von οἰνόφλυξ.
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия
Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… … Wikipédia en Français
Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… … Wikipédia en Français
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek