-
1 θυη-πόλιον
θυη-πόλιον, τό, der Opferaltar, bei Ath. X, 413 a.
-
2 θυη-πόλος
-
3 θυη-πολικός
θυη-πολικός, die Opfer betreffend, Sp.
-
4 θυη-πολέω
θυη-πολέω, sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ ϑυσίαν ἀναστρέφεσϑαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν ἀνάκτορον, Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., ϑυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253.
-
5 θυη-πολία
θυη-πολία, ἡ, Opferung, Opferdienst; Ap. Rh. 1, 1124; γενεϑλίδιοι Diod. 2 (VI, 243); Gaetul. 1 (V, 17); auch in sp. Prosa, wie D. Hal. 1, 21.
-
6 θυη-φάγος
-
7 θυη-χόος
-
8 θυη-δόχος
-
9 θυηδόχος
-
10 θυηπολέω
θυη-πολέω, sich mit Opfern beschäftigen; περὶ ϑυσίαν ἀναστρέφεσϑαι, opfern; auch pass., ϑυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert; weissagen -
11 θυηπολία
θυη-πολία, ἡ, Opferung, Opferdienst -
12 θυηπολικός
-
13 θυηπόλιον
θυη-πόλιον, τό, der Opferaltar -
14 θυηπόλος
θυη-πόλος, ὁ, der sich mit Opfern beschäftigt, Opferpriester und Wahrsager; die Vestalinnen -
15 θυηφάγος
-
16 καθ-αγίζω
καθ-αγίζω, widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καϑαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν ϑύῃ, νήττῃ πυροὺς καϑαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς ϑεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ ϑυμίημα 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῠρ μεϑύσκεσϑαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καϑαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. καϑαγνίζω.
-
17 θυ-ωρός
θυ-ωρός, sc. τράπεζα, der Opfertisch, der das Opfergeräth verwahrt, τὰ ϑύη φυλάσσουσα Hesych.; vgl. D. L. 1, 119 u. Callim. Dian. 134. – Bei Nic. Th. 103 = μυρεψός.
См. также в других словарях:
θύη — θύα fem nom/voc sg (attic epic ionic) θύος burnt sacrifice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θύος burnt sacrifice nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) θύος burnt sacrifice masc/fem acc sg (attic epic doric) θύος burnt sacrifice neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύῃ — θύα fem dat sg (attic epic ionic) θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres ind mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj act 3rd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύηι — θύῃ , θύα fem dat sg (attic epic ionic) θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres ind mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj act 3rd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] … Dictionary of Greek
θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… … Dictionary of Greek
θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… … Dictionary of Greek