-
1 γαναω
1) блистать, сверкать, сиять(θώρηκες γανόωντες Hom.; νάρκισσος γανόων HH.)
2) прославлять(γανάοντες θεούς Aesch. - v. l. см. γανάεις)
-
2 κραταιγυαλος
См. также в других словарях:
Θώρηκες — Θώρηξ corslet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρηκες — θώραξ corslet masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] … Dictionary of Greek