-
61 ἀφικνέομαι
ἀφικνέομαι fut. 3 sg. ἀφίξεται Judg 8:32; 2 aor. ἀφικόμην; pf. 3 sg. ἀφῖκται Just., D. 127, 2 (ἱκνέομαι ‘come’; Hom.+) to arrive at a certain point, reach (the central mng. ‘come to’ in ref. to physical space is not used in the NT) of a report εἴς τινα someone ἡ ὑπακοὴ εἰς πάντας ἀφίκετο the report of your obedience has reached (become known to) everyone Ro 16:19 (cp. Aristot., EN 1, 5, 1097a, 24 ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀφ.; Sir 47:16; Jos., Ant. 17, 155; 19, 127 εἰς τὸ θέατρον ἀφίκετο ὁ λόγος). ὡς ἄν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος when sudden confusion comes upon you 1 Cl 57:4 (Prov 1:27). With ref. to passage of time ὥστε καὶ εἰς τοὺς ἡμετέρους χρόνους τινὲς αὐτῶν ἀφίκοντο so that some of them (the healed) remained alive to our own time Qua.—B. 703. DELG s.v. ἵκω. M-M.
См. также в других словарях:
θόρυβος — noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)