-
41 θωρακισθή
-
42 θωρακισθῇ
-
43 θωρακισθήναι
-
44 θωρακισθῆναι
-
45 θωρακισθέντες
θωρᾱκισθέντες, θωρακίζωarm with a breastplate: aor part pass masc nom /voc pl -
46 θωρακισάμενος
θωρᾱκισάμενος, θωρακίζωarm with a breastplate: aor part mid masc nom sg -
47 θωρακίζειν
θωρᾱκίζειν, θωρακίζωarm with a breastplate: pres inf act (attic epic) -
48 θωρακίζεις
θωρᾱκίζεις, θωρακίζωarm with a breastplate: pres ind act 2nd sg -
49 θωρακίζεσθαι
θωρᾱκίζεσθαι, θωρακίζωarm with a breastplate: pres inf mp -
50 θωρακίζεται
θωρᾱκίζεται, θωρακίζωarm with a breastplate: pres ind mp 3rd sg -
51 θωρακίζονται
θωρᾱκίζονται, θωρακίζωarm with a breastplate: pres ind mp 3rd pl -
52 θωρακίζοντες
θωρᾱκίζοντες, θωρακίζωarm with a breastplate: pres part act masc nom /voc pl -
53 θωρακίζων
θωρᾱκίζων, θωρακίζωarm with a breastplate: pres part act masc nom sg -
54 θωρακίσαντος
θωρᾱκίσαντος, θωρακίζωarm with a breastplate: aor part act masc /neut gen sg -
55 θωρακίσας
θωρᾱκίσᾱς, θωρακίζωarm with a breastplate: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
56 θωρακίσασθαι
θωρᾱκίσασθαι, θωρακίζωarm with a breastplate: aor inf mid -
57 θωράκισον
θωρά̱κισον, θωρακίζωarm with a breastplate: aor imperat act 2nd sg -
58 περιτεθωρακισμένος
περιτεθωρᾱκισμένος, περί-θωρακίζωarm with a breastplate: perf part mp masc nom sg -
59 τεθωρακισμένην
τεθωρᾱκισμένην, θωρακίζωarm with a breastplate: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
60 τεθωρακισμένοι
τεθωρᾱκισμένοι, θωρακίζωarm with a breastplate: perf part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
θωρακίζω — θωρακίζω, θωράκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θωρακίζω — θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres subj act 1st sg θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
θωρακίζω — θωράκισα, θωρακίστηκα, θωρακισμένος 1. κάνω κάτι στερεό επικαλύπτοντάς το με σιδερένιες πλάκες: Θωρακισμένο αυτοκίνητο. – Θωρακισμένα άρματα μάχης. 2. μτφ., οπλίζω, ενισχύω: Θωρακίζω το δημοκρατικό πολίτευμα. – Θωρακίστηκα με υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωρακίζεσθε — θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres imperat mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθωρακισμένα — τεθωρᾱκισμένα , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… … Dictionary of Greek
θωράκισμα — το [θωρακίζω] το αποτέλεσμα τού θωρακίζω … Dictionary of Greek
θωρακιζόμενον — θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp masc acc sg θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακισθέντα — θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass neut nom/voc/acc pl θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζει — θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd sg θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)