-
1 ώδης
- ώδης suffix to adjectives indicating that something is ‘like, full of’; cp.-είδης (Schwyzer I, 418).—DOpdeHipt, Adjektive auf-ώδης in Corpus Hippocraticum ’72; s. also Buck, Reverse Index 708–15 for list of words terminating in-ώδης. -
2 ώδής
ἀοιδήsong: fem gen sg (attic epic ionic)ᾠδήsong: fem gen sg (attic epic ionic)——————ἀοιδήsong: fem dat pl (attic epic)ᾠδήsong: fem dat pl (epic) -
3 ώδης
οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sg (doric)οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sgοἰδέωswell: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 ᾤδης
οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sg (doric)οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)οἰδάωswell: imperf ind act 2nd sgοἰδέωswell: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 ᾠδῆς
Βλ. λ. ώδής -
6 ᾠδῇς
Βλ. λ. ώδής -
7 ὀλ-ώδης
-
8 ἰ ώδης
-------------------------------- -
9 πρασιν-ώδης
πρασιν-ώδης, ες, = πρασινοειδής, Schol. Theocr. 4, 28.
-
10 πρασ-ώδης
πρασ-ώδης, ες, = πρασοειδής, Sp.
-
11 πρεπ-ώδης
πρεπ-ώδης, ες, von geziemender Art; Ar. Plut. 793; τὸ δὲ κάλλιον πρεπωδέστερον, Plat. Alc. I, 135 b; Xen. Mem. 2, 7, 10 Oec. 5, 10; Luc. u. a. Sp.
-
12 πρεμν-ώδης
πρεμν-ώδης, ες, dem Stamm od. Klotz ähnlich, Theophr.
-
13 πριᾱπ-ώδης
πριᾱπ-ώδης, ες, dem Priapus ähnlich am männlichen Gliede, an Geilheit, Sp., die das männliche Glied selbst πρίᾱπος nennen. S. Nom. pr.
-
14 πραγματει-ώδης
πραγματει-ώδης, ες, wie ein Geschäft aussehend, ohne eines zu sein, παιδιά, ein Spiel, das wie eine Arbeit aussieht, Plat. Parm. 137 b. – Adv., Eust.
-
15 πραγματ-ώδης
πραγματ-ώδης, ες, = πραγματοειδής; Isocr. 10, 2; Dem. 19, 270 vrbdt οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.
-
16 προβατ-ώδης
προβατ-ώδης, ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.
-
17 προ-βληματ-ώδης
προ-βληματ-ώδης, ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.
-
18 προ-οιμι-ώδης
προ-οιμι-ώδης, ες, von der Art eines Vorspiels Tzetz. exeg. Il. p. 146.
-
19 προ-λοβ-ώδης
προ-λοβ-ώδης, ες, kropfähnlich, Arist. partt. an. 4, 5.
-
20 πρῑον-ώδης
πρῑον-ώδης, ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ᾠδῆς — ἀοιδή song fem gen sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῇς — ἀοιδή song fem dat pl (attic epic) ᾠδή song fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤδης — οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg οἰδέω swell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek