-
1 θυρ-ωρός
-
2 θυρ-ωρεία
θυρ-ωρεία, ἡ, das Amt des Thürhüters, K. S.
-
3 θυρ-ωρεῖον
θυρ-ωρεῖον, τό, die Zelle des Thürhüters, Sp.
-
4 θυρ-ωρέω
-
5 θυρ-αυλικός
θυρ-αυλικός, ή, όν, das vor der Thür Bleiben betreffend, Philostr. ep. 53.
-
6 θυρ-αυλέω
θυρ-αυλέω, außer dem Hause, im Freien, im Felde verweilen, liegen, Tim. lex. Plat. ἔξω τῶν ϑυρῶν αὐλίζεσϑαι καὶ ἀναστρέφεσϑαι; bes. von Soldaten; δυναμένους ϑυραυλεῖν καὶ ἀγρυπνεῖν Plat. Legg. III, 695 a; γυμνοὶ δὲ καὶ ἄστρωτοι ϑυραυλοῦντες τὰ πολλὰ ἐνέμοντο Polit. 272 a; Xen. Oec. 7, 30 setzt μένειν ἔνδον entgegen. Vgl. noch Arist. pol. 6, 4 Plut. Ant. 40 D. Hal. 9, 15. Bes. auch vor der Thür der Geliebten die Nacht zubringen, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 145.
-
7 θυρ-αυλία
θυρ-αυλία, ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.
-
8 θυρ-επ-αν-οίκτης
θυρ-επ-αν-οίκτης, ὁ, Thüröffner, hieß der Philosoph Krates, dem alle Thüren offen standen, der überall gern gesehen war, Plut. Symp. 2, 1, 6 D. L. 6, 86.
-
9 θυρ-οιγός
-
10 θύρ-αυλος
-
11 θυρωτός
θυρ-ωτός, όν,A with a door or aperture,στήθη Babr.59.11
: neut. as Subst., [suff] θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρωτός
-
12 θύραζε
A to the door, and so, out of doors,ἐκ δὲ θ. ἔδραμον Il.18.29
, cf. 416, Od.15.62; δόμων ἐξῆγε θ. ib. 465.2 generally, out, Il.5.694, Od.15.451, etc.; ἔκβασις.. ἁλὸς πολιοῖο θ. a way of getting out of the sea, 5.410; ἰχθὺν ἐκ πόντοιο θ. [ ἕλκειν] Il. 16.408, cf. 21.237;ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον οὐδὲ θ. εἴων ἐξιέναι 18.447
;ἐξενεγκὼν θ. Ar.Ach. 359
;ἐξέλκειν τινὰ θ. Id.Eq. 365
;θ. ἐξιέναι Id.V. 70
; ἐκχεῖν θ. empty outside, Id.Fr. 306;καρδίαν θ. ἔχειν E.Fr.1063.12
; τὰ θ. outside, opp. τὰ ἔνδον, Id.Or. 604; θ. ζῳοτοκεῖν or ᾠοτοκεῖν, Arist.GA 718b32, 719b19; ῥεῖ διὰ τῶ σώματος ἔξω θ. τὰ πνεύματα Ti. [dialect] Locr. 102a. -
13 θυράζω
A thrust out of doors, Hsch. -
14 θύραθεν
θύρ-ᾱθεν, Adv.A from outside the door: and generally, from without,αἱ θ. εἴσοδοι E.Andr. 952
;θ. εἰκάσαι Id.HF 713
;θ. ἐπεισιέναι Arist.GA 736b28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύραθεν
-
15 θύραθι
θύρ-ᾱθι, Adv.A at the door, EM25.17:—[dialect] Ep. [full] θύρηθι, outside, μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα I was soon out(of the sea), Od.14.352. -
16 θυραῖος
θυρ-αῖος, α, ον, also ος, ον S.El. 313, E.Alc. 805, Plu.(ll.cc.infr.): [dialect] Aeol. [full] θύραος IG12(2).14 (Mytil.): ([etym.] θύρα):—A at the door or just outside the door, A.Ag. 1055, S.Aj. 793; θ. οἰχνεῖν to go to the door, go out, Id.El. 313;τόνδε βλέπω θ. ἤδη Id.Tr. 595
; θ. στίβος, opp. ἔναυλος, Id.Ph. 158 (lyr.);θ. ἔστω πόλεμος A.Eu. 864
: metaph., θ. ἀμφὶ μηρόν round the exposed, naked thigh, S.Fr. 872 (lyr.);θ. δόξα Plu.Cat.Ma. 18
;θ. ὑποψίαι Id.2.38c
.2 absent, abroad, A.Ag. 1608, Ch. 115; θ. ἐλθεῖν to come from abroad, E. Ion 702(lyr.); τοὺς δ' ἐν θυραίοις in the public eye, opp. τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο, Id.Med. 217.3 from out of doors, from abroad, ἄνδρες θ. strangers, Id.Hipp. 409; θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν the thoughts of strangers, ib. 395.II containing a door, θ. τοῖχος entrance-wall, IG11(2).165.6(Delos, iii B.C.), 12 l.c.(pl.), Milet.7.56 ([place name] Didyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυραῖος
-
17 θύρωμα
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr.HP3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 ([place name] Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt. 280d, D.21.167;τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3
.II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96;τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt.
ap. eund. 4.1.138.2 in pl., planks, boards, D.S.20.86. -
18 θυρών
-
19 θύρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύρωσις
-
20 θυραυλέω
θυρ-αυλέω, außer dem Hause, im Freien, im Felde verweilen, liegen; bes. von Soldaten. Bes. auch vor der Tür der Geliebten die Nacht zubringen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θαλασσαυλώ — θαλασσαυλῶ, έω (Μ) ζω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + αυλώ (< αυλός < αυλή (πρβλ. θυρ αυλώ < θυρ αυλος)] … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
Cross-linguistic onomatopoeias — Sinhala is written in a non Latin script. Sinhala text used in this article is transliterated into the Latin script according to the ISO 15919 standard. Because of the nature of onomatopoeia, there are many cross linguistic cognates of… … Wikipedia
DENDROPHORI — nomen religionis vel superstitionis. Cod. Theod. tit. de pag. et templ. l. 20. Ommaqueve loca, quae Frediani, Dendrophori, quae singula quaeque nomina et professiones gentilitiae tenuêrunt epulis vel sumptibus deputata, fas est hoc errore submoto … Hofmann J. Lexicon universale
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… … Dictionary of Greek
ζώδιο — το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον) κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα τού ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων νεοελλ. 1. μικρό ζώο, ζωάριο 2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)… … Dictionary of Greek
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek