-
1 θυρσίνη
-
2 θυρσίνη
См. также в других словарях:
θύρσιον — και θυρσίον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. θύμος*, θυμάρι 3. είδος αναρριχητικού φυτού, αλλ. κατανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θύρσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσίων — θύρσιον neut gen pl θυρσίων tursio masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thyrsos — Satyr und Mänade mit Thyrsoi, attische rotfigurige Kantharos, um 460 v. Chr., Cabinet des médailles (De Ridder 849) … Deutsch Wikipedia
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek