См. также в других словарях:
κατοχίτης — κατοχίτης, ὁ (Α) φρ. «κατοχίτης λίθος» είδος λίθου με μαγνητικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοχή ή κάτοχος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης, θυνν ίτης)] … Dictionary of Greek
κατοχίτης — κατοχίτης, ὁ (Α) φρ. «κατοχίτης λίθος» είδος λίθου με μαγνητικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοχή ή κάτοχος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης, θυνν ίτης)] … Dictionary of Greek