-
1 προ-κατ-αρτύω
προ-κατ-αρτύω, vorher zubereiten, τοὺς δυςκαϑέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ ϑυμοειδεῖς, Plut. de aud. poet. 10 M., vorher mäßigen.
См. также в других словарях:
θυμοειδεῖς — θῡμοειδεῖς , θυμοειδής high spirited masc/fem acc pl θῡμοειδεῖς , θυμοειδής high spirited masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (κυρίως μτφ. για άλογα) σκληροτράχηλος, ατίθασος («τινὲς δὲ ἀδάμαστοι μείναντες οὐ σκληραύχενες καὶ θυμοειδεῑς ἀπέβησαν;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αὐχήν, αὐχένος] … Dictionary of Greek