-
1 θυελλώδης
θυελλώδηςstormy: masc /fem acc pl (attic epic doric)θυελλώδηςstormy: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)θυελλώδηςstormy: masc /fem nom sg -
2 θυελλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυελλώδης
-
3 θυελλώδης
1) acrimonious2) turbulentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θυελλώδης
-
4 θυελλώδη
θυελλώδηςstormy: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)θυελλώδηςstormy: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)θυελλώδηςstormy: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 θυελλώδες
-
6 θυελλῶδες
-
7 θύελλἁ
Grammatical information: f.Meaning: `stormwind' (Il., Arist.);Compounds: θυελλό-πους (Nonn.) after ἀελλό-πο(υ)ς (Θ 409) a.o.Etymology: From θύω `storm, rage, dash', perh. after ἄελλα (s. v.), where the l-suffix was inferited (Porzig Satzinhalte 350). Cf. Illyr. Δύαλος (s. v.) with Specht, Ursprung 328.Page in Frisk: 1,690Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύελλἁ
См. также в других словарях:
θυελλώδης — stormy masc/fem acc pl (attic epic doric) θυελλώδης stormy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θυελλώδης stormy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυελλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που μοιάζει με θύελλα, ορμητικός: Θυελλώδεις άνεμοι. – Θυελλώδης επίθεση. 2. πολυτάραχος, γεμάτος περιπέτειες: Θυελλώδης βίος. 3. μτφ., σφοδρός, έντονος: Θυελλώδης συζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυελλώδης — ες (Α θυελλώδης, ες) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος νεοελλ. 1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος 2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»). επίρρ... θυελλωδώς με θυελλώδη τρόπο,… … Dictionary of Greek
θυελλώδη — θυελλώδης stormy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θυελλώδης stormy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θυελλώδης stormy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυελλῶδες — θυελλώδης stormy masc/fem voc sg θυελλώδης stormy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] … Dictionary of Greek
αγριόκαιρος — ο και καίρι, το άγριος, θυελλώδης καιρός … Dictionary of Greek