-
41 θυιδιον...
-
42 Θυίαι
-
43 Θυῖαι
-
44 Θυίαν
-
45 Θυῖαν
-
46 Θυίη
-
47 Θυίῃ
-
48 Θυίησι
-
49 Θυίῃσι
-
50 Θυίοισ'
Θυί̱οισι, Θυῖαneut dat pl (epic ionic aeolic)Θυί̱οισι, Θυῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
51 Θυίων
Θυί̱ων, Θυῖαneut gen plΘυί̱ων, Θυῖοςmasc gen pl -
52 βεβριθυία
-
53 βεβριθυῖα
-
54 θυάν
θύαfem gen pl (doric aeolic)θυάωrut: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θυάωrut: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θυάωrut: pres part act masc nom sg (doric aeolic)θυᾶ̱ν, θυάωrut: pres inf act (epic doric)θυάωrut: pres inf act (attic doric)θυίαmortar: fem gen pl (doric aeolic) -
55 θυᾶν
θύαfem gen pl (doric aeolic)θυάωrut: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θυάωrut: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θυάωrut: pres part act masc nom sg (doric aeolic)θυᾶ̱ν, θυάωrut: pres inf act (epic doric)θυάωrut: pres inf act (attic doric)θυίαmortar: fem gen pl (doric aeolic) -
56 θυίαι
-
57 θυῖαι
-
58 θυίαν
-
59 θυῖαν
-
60 θυών
θύαfem gen plθύοςburnt sacrifice: gen pl (attic epic doric)θύοςburnt sacrifice: neut gen pl (attic epic doric)θυάωrut: pres part act masc voc sgθυάωrut: pres part act neut nom /voc /acc sgθυάωrut: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)θυάωrut: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)θυίαmortar: fem gen plθυόωfill with sweet smells: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θυόωfill with sweet smells: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θυόωfill with sweet smells: pres part act masc nom sgθυόωfill with sweet smells: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
Θυία — Θυίᾱ , Θυία mortar fem nom/voc/acc dual Θυίᾱ , Θυίη mortar fem nom/voc/acc dual Θυίᾱ , Θυίη mortar fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυίᾳ — Θυίᾱͅ , Θυία mortar fem dat sg (attic doric aeolic) Θυίᾱͅ , Θυίη mortar fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυῖα — Θυία mortar fem nom/voc sg Θυῖα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυία — θυίᾱ , θυία mortar fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυίᾳ — θυίᾱͅ , θυία mortar fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυῖα — θυία mortar fem nom/voc sg θυῖον resin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυία — (I) ἡ (Α θυία) [θύον] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια αρχ. 1. ευώδες δένδρο τής Αφρικής 2. το θύον*. (II) θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)] γιορτή προς τιμήν τού Διονύσου στην Ήλιδα … Dictionary of Greek
Θυία ή Θυίη — Μυθολογικό πρόσωπο. Το όνομά της σημαίνει θύελλα ή ορμή και προέρχεται, πιθανώς, από το ρήμα θύω (καταλαμβάνομαι από μανία). Κατά τον Ηρόδοτο, η Θ. ήταν Μαινάδα, κόρη του φωκικού βοιωτικού ποτάμιου θεού Κηφισού. Λατρευόταν με εξιλαστήριες θυσίες… … Dictionary of Greek
Θυίας — Θυίᾱς , Θυία mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) Θυίᾱς , Θυίη mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυίη mortar fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυίας — θυίᾱς , θυία mortar fem acc pl θυίᾱς , θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυίαι — Θυίᾱͅ , Θυία mortar fem dat sg (attic doric aeolic) Θυίᾱͅ , Θυίη mortar fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)