Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θρόνων+κράτη

  • 1 θρονος

         θρόνος
        ὅ
        1) высокое сидение, седалище, кресло
        2) тж. pl. трон, престол
        

    (βασιλήϊος Her.; Διὸς Aesch.; τοῦ Πλούτωνος Arph.)

        Ἄρτεμις, ἃ θρόνον εὐκλέα θάσσει Soph. — Артемида, которая восседает на славном престоле

        3) перен., преимущ. pl. престол, царская власть
        

    θρόνοι μονόσκηπτροι Aesch. — самодержавная власть;

        κράτη θρόνων Soph. — царские повеления;
        (ἥ γῆ), ἧς ἐγὼ κράτη τε καὴ θρόνους νέμω Soph. — страна, полная власть над которой принадлежит мне

        4) (тж. μαντικοὴ θρόνοι Aesch.) седалище прорицателя
        

    (ἀψευδής Eur.)

        5) кресло учителя, кафедра
        

    (Ἱππίας ὅ Ἠλεῖος, ὅ ἐν θρόνῳ καθήμενος Plat.)

        6) судейское кресло Plut.
        7) местопребывание, средоточие
        

    (ὅ θ. ὅ ἐν τῇ ψυχῇ Plat.; φρενὸς θ. Aesch.)

    Древнегреческо-русский словарь > θρονος

  • 2 κρατος

        I.
         κρατός
        gen. к *κράς См. κρας
        II.
         κράτος
         (ᾰ), эп.-ион. тж. κάρτος - εος τό
        1) сила, мощь, крепость
        

    (τὸ σιδήρου κ. Hom.)

        κατὰ κ.всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);
        ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. — мчаться во весь опор;
        πρὸς ἰσχύος κ. Soph. — силой, насильно

        2) могущество, власть (sc. Διός Hom.)
        

    τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. — быть всемогущим;

        θρόνων χράτη Soph. — царская власть;
        τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. — господство на море;
        τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her.стоять во главе армии

        3) глава, вождь, повелитель
        

    Ἀχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. — оба повелителя ахейцев, т.е. Агамемнон и Менелай;

        Διογενὲς φιλόμαχον κ. Aesch.рожденная Зевсом царица битв (т.е. Афина)

        4) одоление, победа
        

    (νίκη καὴ κ. τῶν πολεμίων Plat.)

        5) pl. бесчинства, проступки
        

    (εἰ ταῦτ΄ ἀνατεὴ τῇδε κείσεται κράτη Soph.)

    Древнегреческо-русский словарь > κρατος

См. также в других словарях:

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»