Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θρονίζομαι

См. также в других словарях:

  • ἐθρονίσθην — θρονίζομαι to be enthroned plup ind mp 3rd dual θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονισθέντα — θρονίζομαι to be enthroned aor part mp neut nom/voc/acc pl θρονίζομαι to be enthroned aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονιζόμενος — θρονίζομαι to be enthroned pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίζεσθαι — θρονίζομαι to be enthroned pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρονισμένος — θρονίζομαι to be enthroned perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρόνισται — θρονίζομαι to be enthroned perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθρονίσθη — θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεθρονισμέναι — ἐν θρονίζομαι to be enthroned perf part mp fem nom/voc pl ἐντεθρονισμένᾱͅ , ἐν θρονίζομαι to be enthroned perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθρονίζομαι — και ιάζομαι 1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • θρονίζω — (ΑΜ θρονίζω) [θρόνος] 1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα 2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο αρχ. παθ. μυούμαι …   Dictionary of Greek

  • ՆՍՏԻՄ — (նստայ, նիստ, նստարու՛ք.) NBH 2 0454 Chronological Sequence: Early classical, 7c ձ. καθίζω, ομαι, καθήμαι, θρονίζομαι sedeo ἑγκάθημαι insideo ἑπιβαίνω ascendo եւն. Ի նիստ կալ, կամ հանգչել ʼի վերայ զըստի. բազմիլ. ʼի ստոր զետեղիլ, կամ ʼի վայր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»