-
41 θρασύνῃς
θρασύ̱νῃς, θρασύνωembolden: aor subj act 2nd sgθρασύ̱νῃς, θρασύνωembolden: pres subj act 2nd sg -
42 θρασύνηται
θρασύ̱νηται, θρασύνωembolden: aor subj mid 3rd sgθρασύ̱νηται, θρασύνωembolden: pres subj mp 3rd sg -
43 θρασύνομαι
θρασύ̱νομαι, θρασύνωembolden: aor subj mid 1st sg (epic)θρασύ̱νομαι, θρασύνωembolden: pres ind mp 1st sg -
44 θρασύνοντι
θρασύ̱νοντι, θρασύνωembolden: pres part act masc /neut dat sgθρασύ̱νοντι, θρασύνωembolden: pres ind act 3rd pl (doric) -
45 θρασύνου
θρασύ̱νου, θρασύνωembolden: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)θρασύ̱νου, θρασύνωembolden: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
46 θρασύνωνται
θρασύ̱νωνται, θρασύνωembolden: aor subj mid 3rd plθρασύ̱νωνται, θρασύνωembolden: pres subj mp 3rd pl -
47 παρεθράσυνε
παρεθράσῡνε, παρά-θρασύνωembolden: aor ind act 3rd sgπαρεθράσῡνε, παρά-θρασύνωembolden: imperf ind act 3rd sg -
48 εθρασυνάμην
-
49 ἐθρασυνάμην
-
50 εθρασυνόμην
-
51 ἐθρασυνόμην
-
52 εθρασύναντο
-
53 ἐθρασύναντο
-
54 εθρασύνατο
-
55 ἐθρασύνατο
-
56 εθρασύνεσθε
-
57 ἐθρασύνεσθε
-
58 εθρασύνετο
-
59 ἐθρασύνετο
-
60 εθρασύνθη
См. также в других словарях:
θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… … Dictionary of Greek
θρασύνω — θράσυνα, θρασύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρασυνθέντα — θρασύνω embolden aor part pass neut nom/voc/acc pl θρασύνω embolden aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασῦνον — θρασύνω embolden pres part act masc voc sg θρασύνω embolden pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθεῖεν — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθεῖσα — θρασύνω embolden aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθείη — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθείς — θρασύνω embolden aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθῆναι — θρασύνω embolden aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθῇ — θρασύνω embolden aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυνθῇς — θρασύνω embolden aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)