-
1 βρυω
1) цвести, расцветать(ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.)
ὅταν ἥ γῆ βρύῃ Xen. — когда земля покроется растительностью2) изобиловать, кишеть(ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὴ προβάτοις καὴ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὴ ζῴοις Arst.)
3) бурлить, кипеть(παμμάχῳ θράσει Aesch.)
νόσου β. Aesch. — томиться недугом4) изливать, струить5) взращивать(ῥόδα Anacr.)
-
2 ενθυμεομαι
1) иметь на уме, размышлять, обдумывать(τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.)
κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Thuc. — умеющий отлично соображать;ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. — подумай, не пропустили ли мы чего-л.;τὰ μὲν οἶδα σ΄ ἐνθυμουμένην, τὰ δ΄ ἡσυχαιτέραν Aesch. — я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна2) обращать внимание, сознавать3) приходить к выводу, заключатьτί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐ. δεῖ ; Dem. — какой же вывод должны вы сделать из этого?
-
3 θεοβλαβεω
-
4 ισχυω
1) быть сильным, крепким(ὑγιαίνειν καὴ ἰ. Xen.; ἰ. τοῖς σώμασιν Xen.)
οἱ ἰσχύοντες NT. — крепкие (здоровые) люди2) быть сильным, могущественнымτὸ ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν Thuc. — флот, которым они сильны;
τὰ τῶν ξυμμάχων, ὅθεν ἰσχύομεν Thuc. — помощь союзников, от которой зависит наша (афинян) сила;ἰ. τινὴ πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc. — в чем-л. (или чем-л.) превосходить врагов3) быть сильным, выделяться, отличаться(σοφίᾳ Pind.; θράσει Eur.; χρημάτων πλήθει Plut.)
4) иметь вес, иметь значение, быть действительнымἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. — (не может быть прочного государства), в котором вынесенные приговоры недействительны;
διαθήκη μέ ἰοχύει NT. — завещание не имеет силы;μέ τοσοῦτον ἰσχῦσαι τοὺς τούτου λόγους Lys. — (я считаю), что не такое уж большое значение имеют его слова;πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι Dem. — иметь большой вес у кого-л.;τἀληθὲς ἰσχῦον Soph. — непреложная истина;ὅρκος ἰσχύων Aesch. — незыблемая (нерушимая) клятва5) давать силу, предоставлять возможностьὁ καιρὸς ἰσχύει πράττειν Dem. — обстоятельства позволяют действовать;
ἰσχύει τί τινι κατά τινος Dem. кто-л. — получает поддержку против кого-л.6) выздоравливать, оправляться(ἐκ τῆς νόσου Xen.)
7) усиливаться, крепнуть(αὐξάνειν καὴ ἰ. NT.)
8) одолевать, брать верх(κατά τινος NT.)
9) мочь, быть в состоянии(ποιεῖν τι NT.)
πάντα ἰ. NT. — быть всесильным -
5 πυργοω
1) снабжать (крепостными) башнями, т.е. обносить стенами(Θήβης ἕδος Hom.)
ὀχυρὰ πυργοῦσθαι Xen. — возводить у себя укрепления2) снабжать боевой башенкой(ἐλέφας πυργωθείς Anth.)
3) возвышать, возвеличивать(Τροίαν Eur.)
4) превозносить, восхвалятьπ. ἑαυτόν Men. — превозноситься;
πυργῶσαι ῥήματα σεμνά Arph. — нагромоздить высокопарные речи;πυργοῦσθαι θράσει Eur. — хвалиться храбростью5) раздувать, преувеличивать(τι Eur.)
См. также в других словарях:
θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θράσει — Θράσεος neut nom/voc/acc dual (attic epic) Θράσεϊ , Θράσεος neut dat sg (epic ionic) Θράσεος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασεῖ — θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic doric) θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράζω fut ind mid 2nd sg (doric) θράζω fut ind act 3rd sg (doric) θρασύς bold masc/neut dat sg θρᾱσεῖ , θρέομαι cry… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασεῖ' — θρασεῖα , θρασύς bold fem nom/voc sg θρασεῖαι , θρασύς bold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
νυκτιφρούρητος — νυκτιφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ) … Dictionary of Greek
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek