-
1 θλῑβ-ώδης
θλῑβ-ώδης, ες, beengend, belästigend, Sp.
-
2 θλιβερός
A chafing, rubbing, Paul.Aeg.6.106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλιβερός
-
3 θλιβή
-
4 θλιβίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλιβίας
-
5 θλίβω
θλῐβ-ω [pron. full] [ῑ], Ar. Pax 1239, etc.: [tense] fut. θλίψω ([etym.] ἀπο-) E.Cyc. 237: [tense] aor.A , Call.Del.35: [tense] pf.τέθλῐφα Crobyl.4
(cj.), Plb.18.24.3:—[voice] Med., [tense] fut. θλίψομαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. θλῐβήσομαι v.l. in Sor.1.33: [tense] aor. 1 , Arist.Pr. 925b20: [tense] aor. 2 part. θλῐβείς ib.13, v.l. in Dsc.3.7 (cf. subj.ἐκφλῐβῇ Hp. Loc.Hom.9
): [tense] pf. , AP7.472.5 (Leon.):— squeeze, chafe, θλίβει τὸν ὄρρον [ὁ θώραξ] Ar. Pax 1239, cf. Lys. 314;τοὺς ὄφεις θλίβων D.18.260
; ὅπου με θλίβει where [the shoe] pinches, Plu.2.141a: metaph.,δούλης ὦτα νωθρίη θλίβει Herod.4.53
: abs., exercise pressure, Plot.3.6.6:—[voice] Pass., of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.Ra.5, cf. V. 1289:—[voice] Med., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται (v.l. φλίψεται) ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.17.221: χείλεα θλίβειν, of kissing, Theoc.20.4.II compress, straiten, Pl.Ti. 60c; reduce, compress,εἰς τὸ μὴ ὂν τὰ ὄντα θλίβοντες Epicur.Ep.1p.16U.
:—[voice] Pass., to be compressed, Pl.Ti. 91a;ὥστε ἐξωθεῖσθαι τὸ ἧσσον θλιβόμενον ὑπὸ τοῦ μᾶλλον θλιβομένου Archim. Fluit.1
Prooem.; θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theoc. 21.18; ὁδὸς τεθλιμμένη, opp. εὐρύχωρος, Ev.Matt.7.14; βίος τεθλ. a scanty subsistence, D.H.8.73, cf.AP7.472.5 (Leon.).2 metaph., oppress, afflict, distress,ἀνάγκη ἔθλιψέ τινα Call.Del.35
;θ. καὶ λυμαίνεσθαι τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
;θ. τὰς πόλεις τοῖς ὀψωνίοις SIG 700.25
(Macedonia, ii B.C.); press hard in battle, Plb.18.24.3:— [voice] Pass.,θ. διὰ τὸν πόλεμον Arist.Pol. 1307a1
; (ii B.C.);ὑπὸ τῆς ἀδοξίας Phld.Lib.p.61
O.—Once in Hom., never in Trag. -
6 θλιβώδης
θλῐβ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλιβώδης
-
7 θλῑβώδης
θλῑβ-ώδης, ες, beengend, belästigend
См. также в других словарях:
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
μυγερός — μυγερός, ὁ (Α) ο νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «βογγώ, μουγκρίζω» (πρβλ. μυγ μός) + κατάλ. ερός (πρβλ. θλιβ ερός)] … Dictionary of Greek