Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θλίβ

См. также в других словарях:

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • μυγερός — μυγερός, ὁ (Α) ο νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «βογγώ, μουγκρίζω» (πρβλ. μυγ μός) + κατάλ. ερός (πρβλ. θλιβ ερός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»