-
1 θηέομαι
θηέομαι ion., u. θαέομαι dor., = ϑεάομαι, schauen, anschauen, gew. mit dem Nebenbegriffe des Bewunderns, anstaunen, ϑηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν, Il. 7, 444. 10, 524 Od.2, 13, neben ϑαμβέω Il. 23, 728; ϑηοῖο 24, 418; Her. ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον 4, 85, ἐϑηεῦντο 3, 136, ἐϑηήσαντο 3, 23, ϑηησάμενος 1, 11; – Hom. hat auch ϑησαίατο für ϑηήσαιντο, Od. 18, 191.
См. также в других словарях:
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek