-
1 ποριζω
(fut. πορίσω и ποριῶ)1) приводить, привозить(τινὰ πρὸς μέλαθρά τινος Soph.)
2) доставлять, предоставлять, давать(πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἀγαθόν Arph.; τροφέν, τοῖς στρατιώταις Isocr.; τοῖς μαθηταῖς ἀλήθειαν Plat.)
θεῶν ποριζόντων καλῶς Eur. — если боги (так) благосклонны;πορίζεσθαι τὰς ἡδονάς Plat. — доставлять себе наслаждения;πορίζεσθαι τέν δαπάνην Thuc. — добывать себе денежные средства;πορίζεσθαι μάρτυρας Lys. — доставать себе свидетелей;πορίζεσθαι τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Plat. — дать ответ на вопрос;ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Thuc. — приготовления были уже закончены3) придумывать, изобретать(μηχανήν τινα κακῶν Eur.; med. πρόφασιν τῆς ἁμαρτίας Lys.)
См. также в других словарях:
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek