Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θεῖ

  • 1 сера

    хим. (S) το θεί/ο
    το θειάφι**-ы гексафторид εξαφθοριούχο - (SF6)
    - ы триоксид (серный ангидрид) το τριοξείδιο του - ου, ο ανυδρίτης της θεϊκού οξέος
    ушная - физиол. η κυψελίδα (του αυτιού)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сера

  • 2 честь

    чест||ь
    ж ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη [-ις]:
    дело (долг) \честьи τό ζήτημα (то καθήκον) τιμής· суд \честьи τό δικαστήριο τιμής· задеть (затронуть) чью-л, \честь θίγω τήν τιμή κάποιου· ◊ кляну́сь \честьью! ὁρκίζομαι στήν τιμή μου!· в \честь кого-л. προς τιμήν κάποιου· быть в \честьи́ у кого́-л. χαίρω τής ἐκτιμήσεως κάποιου· к \честьи его́ надо сказать προς τιμήν του πρέπει νά είπω-θεΐ· это делает ему́ \честь αὐτό τόν τιμᾶ· оказать \честь кому́-л. τιμώ κάποιον сделайте мне \честь пообедать у меня κάνετε μου τήν τιμή νά γευματίσετε στό σπίτι μου· я считаю за \честь θεωρώ τιμή[ν] μου· иметь \честь ἔχω (или (λαμβάνω) τήν τιμήν не имею \честьи знать δέν ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω· на его́ долю выпала \честь τοῦ ἔλαχε ἡ τιμή· отдавать \честь воен. ἀπονέμω (τάς) τιμάς· пора и \честь знать μή βγαίνεις ἀπό τά ὅρια, πᾶν μέτρον ἄριστον просить \честь ью παρακαλώ μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • θεῖ — θέω dhávate pres imperat act 2nd sg (attic epic) θέω dhávate pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) θέω dhávate pres ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεῖ' — Θεῖα , Θείας masc voc sg (epic) Θεῖαι , Θείη fem nom/voc pl Θεῖα , Θείης masc voc sg Θεῖα , Θείης masc nom sg (epic) Θεῖαι , Θείης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεῖ' — θεῖο , θέω dhávate pres opt mid 2nd sg (attic epic ionic) θεῖε , θέω dhávate pres imperat act 2nd sg (epic) θεῖαι , θέω dhávate pres ind mid 2nd sg (attic epic ionic) θεῖε , θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (epic) θεῖαι , θεία one s father s fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειότερον — θεῑότερον , θεῖος 1 of adverbial comp θεῑότερον , θεῖος 1 of masc acc comp sg θεῑότερον , θεῖος 1 of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείως — θεί̱ως , θεῖος 1 of adverbial θεί̱ως , θεῖος 1 of masc acc pl (doric) θεί̱ως , θεῖος 2 one s father s masc acc pl (doric) θειόω fumigate with brimstone imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτάτας — θεῑοτάτᾱς , θεῖος 1 of fem acc superl pl θεῑοτάτᾱς , θεῖος 1 of fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτάτων — θεῑοτάτων , θεῖος 1 of fem gen superl pl θεῑοτάτων , θεῖος 1 of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτέρα — θεῑοτέρᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc/acc comp dual θεῑοτέρᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτέραις — θεῑοτέραις , θεῖος 1 of fem dat comp pl θεῑοτέρᾱͅς , θεῖος 1 of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτέρας — θεῑοτέρᾱς , θεῖος 1 of fem acc comp pl θεῑοτέρᾱς , θεῖος 1 of fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτέρων — θεῑοτέρων , θεῖος 1 of fem gen comp pl θεῑοτέρων , θεῖος 1 of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»