-
1 θεατρόμορφος
A theatre-shaped, Lyc.600.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατρόμορφος
См. также в других словарях:
θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek